Skip to main content

Ο δρόμος προς την εξαγορά της Chipita από τη Mondelez

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected] 

Την ελκυστικότητα του εγχώριου κλάδου τροφίμων επιβεβαιώνει, για ακόμα μια φορά, το ηχηρό deal της εξαγοράς του ομίλου της Chipita από τον ισχυρό αμερικανικό κολοσσό της Mondelez International. Το τίμημα της συγκεκριμένης εξαγοράς που ξεπερνά το 1,6 δισ. ευρώ (2 δισ. δολ.) εκτινάσσει το value price του εγχώριου κλάδου τροφίμων, στον οποίο σημειώνεται μια «επέλαση» ξένων κεφαλαίων, με πάνω από 10 deals να έχουν λάβει χώρα μόνο την τελευταία πενταετία. 

Η απόκτηση της Chipita από τη Mondelez International έρχεται να προστεθεί στο μπαράζ εξαγορών που πραγματοποιήθηκαν στον κλάδο  και σηματοδοτεί και μια νέα εποχή για την εγχώρια αγορά τροφίμων στην οποία αναπόφευκτα αναπροσαρμόζονται οι κανόνες του «παιχνιδιού» τόσο για τη βιομηχανία όσο και το λιανεμπόριο. Νέες ισορροπίες και έντονος ανταγωνισμός είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας του κλάδου και όπως αναφέρουν στη «Ν» αναλυτές της αγοράς, «οι επιχειρηματικές εξελίξεις θα “μετρήσουν” εκ νέου τις αντοχές των εγχώριων παικτών, που τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε ένα παρατεταμένο stress test. Ωστόσο, η ύπαρξη τέτοιων deals σηματοδοτεί ότι το momentum για τον εγχώριο κλάδο τροφίμων είναι σημαντικό, ενώ το χαμηλό επίπεδο “συγκέντρωσης” δίνει τεράστια περιθώρια ελιγμών στα ισχυρά χαρτοφυλάκια ξένων επενδυτών». 

 Η εξαγορά της Chipita

Το «φλερτ» της Mondelez προς την Chipita φέρεται να κρατά αρκετά χρόνια αφού τα σενάρια και οι συζητήσεις περί διαπραγματεύσεων ξεκίνησαν το 2018, τα οποία τότε δεν επιβεβαιώθηκαν. Το τελευταίο δίμηνο, ωστόσο, είχαν αναζωπυρωθεί οι φήμες για επιστροφή του ενδιαφέροντος της Mondelez και χθες το deal επιβεβαιώθηκε.

Όπως γνωστοποιήθηκε, το τίμημα της εξαγοράς ανέρχεται σε περίπου δύο δισ. δολάρια (1,64 δισ. ευρώ με βάση χθεσινή ισοτιμία) και υπόκειται σε ορισμένες προσαρμογές κατά την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Το εν λόγω τίμημα χρηματοδοτήθηκε μέσω ενός συνδυασμού έκδοσης νέου δανεισμού και υφιστάμενων ρευστών διαθεσίμων.

Η συναλλαγή τελεί υπό την έγκριση αρχών ανταγωνισμού σε πολλές αγορές και την πλήρωση τελικών όρων, συνεπώς η ολοκλήρωση της συναλλαγής δεν μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στην παρούσα φάση. Μέχρι την ολοκλήρωση της συναλλαγής οι δύο εταιρείες εξακολουθούν να λειτουργούν ως διαφορετικές οντότητες. Όπως διευκρινίστηκε στη συμφωνία εξαγοράς δεν περιλαμβάνεται η εταιρεία Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ΑΒΕΕ και τα δικαιώματα μειοψηφίας στην κοινοπραξία της Chipita στην Ινδία. Ειδικά για το κομμάτι της Britchip, της εταιρείας που προέκυψε το 2017 από το joint venture μεταξύ Chipita και της Britannia Industries στην Ινδία, εγείρεται ένα ερωτηματικό για το μέλλον της κοινοπραξίας. Σημειώνεται ότι η Britannia ελέγχει το 60% της κοινοπραξίας.

Σε ό,τι αφορά την «ελκυστικότητα» της Chipita έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί μια από τις λίγες ελληνικές εταιρείες που αναπτύχθηκαν με mentalite ενός πολυεθνικού «παίκτη» πετυχαίνοντας μια διεθνή παραγωγική παρουσία, που μεταφράζεται σε 8 ιδιόκτητα εργοστάσια με 38 γραμμές παραγωγής σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία, Τουρκία και πρόσφατα και στη Σλοβακία. Επίσης, διαθέτει έξι εργοστάσια που λειτουργούν μέσω στρατηγικών συνεργασιών (joint ventures) σε τέσσερις διαφορετικές χώρες: Ινδία, Μαλαισία, Μεξικό και Σαουδική Αραβία.

Στην αγορά των ΗΠΑ

Χαρακτηριστικό του «εκτοπίσματος» που διατηρεί η Chipita στην αμερικανική αγορά -χώρα προέλευσης της Mondelez- είναι και το γεγονός ότι διαθέτει τα κρουασάν 7Days σε περισσότερα από 2.500 καταστήματα της Walmart, εκ των μεγαλύτερων λιανεμπορικών ομίλων διεθνώς.

Η Mondelez International αναφέρει ότι «η συναλλαγή θα συμβάλει στην άμεση αύξηση των κερδών ανά μετοχή». Εξάλλου, εκτός από την προσθήκη μιας νέας κατηγορίας στο προϊοντικό της χαρτοφυλάκιο, η εξαγορά της Chipita θα ενισχύσει σημαντικά και την παρουσία της στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης όπου η δραστηριότητα της Chipita είναι ιδιαίτερα καλά τοποθετημένη. Παράλληλα, η Mondelez International θα χρησιμοποιήσει το δίκτυο διανομής της Chipita στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη για να ενισχύσει τη δική της διανομή.

Σε όρους μεγεθών η Chipita μεταφράζεται σε δυναμική τζίρου που προσεγγίζει το μισό δισ. ευρώ αφού το 2020 τα έσοδα κυμάνθηκαν σε 580 εκατ. δολ. με κερδοφόρο bottom line που σε ομιλικό επίπεδο ξεπερνά τα 70 εκατ. ευρώ, ενώ απασχολεί πάνω από 5.000 εργαζόμενους.

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια παρουσία της Mondelez μέσα από τη θυγατρική της Mondelez Eλλάς, εμφανίζει δυναμική τζίρου πάνω των 120 εκατ. ευρώ (στοιχεία 2019) και απολαμβάνει μέρισμα από τα κέρδη ύψους 1,8 εκατ. ευρώ το 2019 και 4,8 εκατ. ευρώ το 2018.

Παρά το γεγονός ότι ο αμερικανικός όμιλος κράτησε μέχρι την τελευταία στιγμή κλειστά τα χαρτιά του για το συγκεκριμένο deal, η Mondelez και ο όμιλος Olayan, ο βασικός μέτοχος της Chipita, έχουν κοινό «παρελθόν», υπό την έννοια ότι οι δυο πλευρές συνεργάζονται από το 2013, όταν μαζί και με την Khalifa Algosaibi Group δημιούργησαν το joint venture Mondelez Arabia για τη Σαουδική Αραβία.

Η απόκτηση της Chipita έρχεται να προστεθεί στην επιθετική πολιτική εξαγορών στην οποία έχει προχωρήσει τελευταία η Mondelez και μέχρι στιγμής το 2021 περιλαμβάνει την απόκτηση της βρετανικής εταιρείας διατροφής Grenade, της αυστραλιανής εταιρείας κράκερ Gourmet Food Holdings και της αμερικανικής εταιρείας σνακ Hu. Η μετοχή Mondelez έχει κερδίσει 9% για το τρέχον έτος, ενώ ο δείκτης S&P 500 SPX στον οποίο είναι εισηγμένη, σημείωσε άνοδο 11,5% για την περίοδο.

Η αγορά που προσελκύει ξένα κεφάλαια

Πέρα από τη Mondelez, το αμερικανικό ενδιαφέρον για την εγχώρια αγορά τροφίμων επιβεβαίωσε λίγους μήνες πριν και η συμφωνία της πώλησης της Vivartia στη CVC Capital Partners, που ξεπερνά σε αξία τα 630 εκατ. ευρώ, αλλά και η απόκτηση του 70% της Δωδώνης, κινήσεις που συνοδεύονται με μια «υποσχετική» και για περαιτέρω ενδιαφέρον του αμερικανικού fund στην αγορά των τροφίμων. Το ενδιαφέρον των ξένων κεφαλαίων δεν σταματά εκεί αφού ένα ακόμα κυοφορούμενο deal «ζυμώνεται» μεταξύ του ινδικού ομίλου SwitzGroup με την ελληνική αλυσίδα «Κουλουράδες». Κατά την περσινή χρονιά που η πανδημία ανέτρεψε πολλά εγχειρήματα, τα φώτα της δημοσιότητας εστίασαν στην επέμβαση της Impala Investments, που δραστηριοποιείται μέσω της Bella Bulgaria στον κλάδο των αλλαντικών, για την απόκτηση μέσω διαδικασίας εξυγίανσης, της Creta Farms αλλά και της Λακωνικής Τροφίμων.

Σημαντικά deals με ξένα κεφάλαια έλαβαν χώρα και το 2019, με κυρίαρχο το επισφράγισμα της εξαγοράς των εταιρειών Νηρεύς και Σελόντα από τον όμιλο Andromeda Seafoods την οποία διαχειρίζεται το fund AMERRA Capital Management. Το νέο σχήμα με τη νέα επωνυμία AVRAMAR βρίσκεται σήμερα στη φάση της ενοποίησης των τριών εταιρειών. Την ίδια χρονιά εξαγοράζεται η εισηγμένη Κρήτων Άρτος από τον ινδικών συμφερόντων όμιλο SwizGroup Europe Limited, ενώ η Παλίρροια – Σουλιώτης απέκτησε στρατηγικό επενδυτική το ελληνικό επενδυτικό fund VNK Capital που εξαγόρασε το 36%. Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε το 2019 και η εξαγορά της Στέλιος Κανάκης από τη νορβηγική ιδιωτική μετοχική εταιρεία Orkla Food Ingredients, καθώς επίσης και η εξαγορά του 44,73% της Unismack από τη Lime Capital Partners.

Σημαντικός σταθμός στον εγχώριο κλάδο ελαιόλαδου αποτέλεσε το mega deal της Unilever με το fund KKR ύψους 6,82 δισ. ευρώ, που για την Ελλάδα σηματοδότησε την απόκτηση από τη Upfield -βραχίονα πλέον του KKR- του χαρτοφυλακίου ελαιόλαδου της Ελαΐς, η οποία, βέβαια, από το 1982 είναι στον έλεγχο της Unilever.