Στη δημοσιότητα έδωσε η Κίνα την αλληλουχία του γονιδιώματος που ευθύνεται για τη νέα εστία της επιδημίας του κορωνοϊού στο Πεκίνο, με αξιωματούχους να αναφέρουν σήμερα ότι βάσει των προκαταρκτικών εξετάσεων πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό στέλεχος του ιού.
Η Κίνα, η οποία δέχεται διεθνείς πιέσεις για να δημοσιεύσει νωρίς τα στοιχεία για τη νέα εστία, τόνισε οτι υπέβαλε τα στοιχεία αυτά και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπο του Εθνικού Μικροβιολογικού Κέντρου Δεδομένων, τα στοιχεία του γονιδιώματος βασίζονται σε τρία δείγματα: δύο ανθρώπινα και έναπεριβαλλοντικό, τα οποία συλλέχθηκαν στις 11 Ιουνίου, οπότε αναφέρθηκαν στο Πεκίνο οι πρώτες μολύνσεις στην κοινότητα έπειτα από μήνες.
Έκτοτε – σε διάστημα οκτώ ημερών – έχουν καταγραφεί 183 κρούσματα στην κινεζική πρωτεύουσα, τα οποία συνδέονται από την αγορά τροφίμων Σινφάντι.
«Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα των γονιδιακών και επιδημιολογικών ερευνών, ο ιός προέρχεται από την Ευρώπη, αλλά είναι διαφορετικός από αυτόν που εξαπλώνεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη», ανέφερε ο Ζανγκ Γιονγκ αξιωματούχος του Κινεζικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών σε άρθρο που δημοσιεύθηκε σήμερα. «Είναι πιο παλιός από τον ιό που εξαπλώνεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη», σημείωσε.
Σύμφωνα με τον Ζανγκ, υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί ο ιός να έφθασε στην Κίνα: «Μπορεί να κρυβόταν σε εισαγόμενα, κατεψυγμένα προϊόντα ή σε κάποιο σκοτεινό και υγρό περιβάλλον, όπως η αγορά Σινφάντι, όπου το περιβάλλον δεν απολυμάνθηκε».
Ο Βου Ζουνγιού, επικεφαλής επιδημιολόγος του Κινεζικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών, δήλωσε προ ημερών ότι το στέλεχος του Πεκίνου είναι παρόμοιο με αυτό της Ευρώπη, αν και είχε προσθέσει ότι αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μεταδόθηκε από κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Τα στελέχη που εντοπίστηκαν στις ΗΠΑ και τη Ρωσία προέρχονται κυρίως από την Ευρώπη, πρόσθεσε.
Η πρώτη μεγάλη εστία της πανδημίας εντοπίστηκε στη Βουχάν, τον περασμένο Δεκέμβριο. Στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο μολύνοντας σχεδόν 8,5 εκατ. ανθρώπους και στοιχίζοντας περί τις 450.000 ζωές.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Reuters