Skip to main content

Μετατάξεις: Νόμιμες ή όχι;

Ανάλυση

Του Εμμανουήλ Αυγερινού
Επιθεωρητής Ελεγκτής Δημόσιας Διοίκησης

Πολύς λόγος έχει γίνει τις τελευταίες ημέρες για τις σωρηδόν μετατάξεις δημοσίων υπαλλήλων. Άλλοι τις είπαν «ρουσφέτια», άλλοι «τακτοποιήσεις ημετέρων» και άλλοι «βόλεμα των δικών μας παιδιών». Και πάντα με καταγγελτικό λόγο.

Στις σειρές αυτές θα δούμε το βασικό, το μείζον, για το οποίο ουδείς συζητά. Εάν οι μετατάξεις αυτές είναι νόμιμες ή όχι. Τα υπόλοιπα είναι μόνο για να κουβεντιάζουμε στα τηλεπαράθυρα και να γράφονται δίστηλα και οκτάστηλα σε εφημερίδες και sites.

Ξεκινώντας, να σημειώσουμε ότι η μετάταξη ενός υπαλλήλου θεωρείται οιονεί διορισμός, δηλαδή νέος διορισμός.

Στη Γνωμοδότηση 92/2018(17-05-2018) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), αναφέρεται σχετικά ότι:  «Όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογικά, η μετάταξη δημοσίου υπαλλήλου αναλύεται θεωρητικώς (εν είδει πλάσματος δικαίου) σε απόλυση από μια θέση και διορισμό σε ομοιόβαθμη θέση (ΣτΕ 4237/2005, 456/1981, ΔΕΑ 246/2015, 3753/2013, Γνωμ ΝΣΚ 200/2017, 280/2016 (Ολομ), 163/2016,147/2001, απάντων των ως άνω με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία)».

Αυτό σημαίνει ότι για την ανάκληση μιας μετάταξης, ισχύει ό,τι ακριβώς και στην ανάκληση διορισμού.

Οι προϋποθέσεις της δυνατότητας ανάκλησης ή όχι της πράξης μετάταξης αναζητούνται στις διατάξεις περί προϋποθέσεων ανάκλησης της πράξης διορισμού (Γνωμ ΝΣΚ 200/2017, 163/2016, Ολομ. 280/2016).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007) «Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευση της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του παρόντος Κώδικα».

Επομένως για να ανακληθούν (ακυρωθούν) όσες μετατάξεις έγιναν το τελευταίο διάστημα, ή και νωρίτερα, αυτό θα πρέπει να γίνει με βάση ό,τι προβλέπει η ανωτέρω διάταξη.

Επίσης, στην ίδια Γνωμοδότηση του ΝΣΚ (92/2018) αναφέρεται σχετικά ότι: «παρά την μη εφαρμογή των γενικών αρχών ανάκλησης διοικητικών πράξεων λόγω της ύπαρξης ρητών προϋποθέσεων ανάκλησης της πράξης διορισμού, μπορεί μεν να χωρήσει ανάκληση της πράξης διορισμού μετά την παρέλευση διετίας απ’ αυτόν και χωρίς χρονικό περιορισμό (άνευ δόλου του υπαλλήλου ή υποβοήθησης στην παρανομία) όταν πάντως υφίσταται αιτιολογημένο εντόνως κρίσιμη ανάγκη υπεράσπισης υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος».

Ας δούμε τώρα, τι προβλέπουν οι νόμοι για τη διαδικασία των μετατάξεων.

Η διαδικασία αυτή, ορίζεται ρητά από τα άρθρα 69, 70, 71, 72 και 73 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007).

Το κρίσιμο στις διατάξεις αυτές, είναι ότι, ο/η υπάλληλος που επιθυμεί να μεταταγεί, σε θέση της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας, στην ίδια ή σε άλλη υπηρεσία, πρέπει να υποβάλει αίτηση, η οποία θα πρέπει να κατατεθεί κατά τους μήνες Μάρτιο ή Οκτώβριο κάθε έτους και συνεξετάζονται από το αρμόδιο συλλογικό όργανο (άρθρο 73).

Σχετικά με τις ανωτέρω οριζόμενες ημερομηνίες, τον Μάιο του 2005, είχε εκδοθεί εγκύκλιος (δεν έχει εκδοθεί νεότερη και άρα εξακολουθεί να είναι εν ισχύ) του τότε υπουργείου Εσωτερικών, με την υπογραφή του τότε Γενικού Γραμματέα κ. Βασίλη Ανδρονόπουλου, σήμερα Ειδικός Γραμματέας της Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη εγκύκλιο:  

«Οι αιτήσεις για μετάταξη υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία προσωπικού δύο (2) φορές το χρόνο κατά τους μήνες Μάρτιο και Οκτώβριο και συνεξετάζονται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο. Συνεπώς, οι αιτήσεις για μετάταξη που υποβάλλονται από την 1η  έως και την 31η Μαρτίου θα συνεξετάζονται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο μετά το πέρας του μηνός Μαρτίου. Αντιστοίχως, οι αιτήσεις για μετάταξη που υποβάλλονται από την 1η  έως και την 31η Οκτωβρίου θα συνεξετάζονται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο μετά το πέρας του μηνός Οκτωβρίου. Όσοι όμως υπάλληλοι υποβάλλουν αιτήσεις για μετάταξη κατά τους λοιπούς μήνες, είναι εκτός της προθεσμίας που ορίζει η διάταξη του άρθρου 71, παρ. 2 του ν.2683/1999. Οι αιτήσεις αυτές θα πρέπει να επιστρέφονται στους υπαλλήλους με τη διευκρίνιση ότι θα πρέπει να επανυποβληθούν κατά τους μήνες Μάρτιο / Οκτώβριο. Με τον τρόπο αυτό το υπηρεσιακό συμβούλιο θα υποβάλλει σε ταυτόχρονη κρίση όλους τους υπαλλήλους προς  επιλογή των καταλληλότερων, τηρώντας έτσι τη διοικητική διαδικασία των μετατάξεων και την υποχρέωση συγκριτικής αξιολόγησης των υπαλλήλων που ζητούν μετάταξη στην ίδια θέση».

Στην ίδια εγκύκλιο αναφέρεται επίσης ότι: «Κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ (1106/1962, 1396/1965, 1886/1966,) η μετάταξη αναλύεται σε απόλυση από μια θέση και ταυτόχρονο διορισμό σε άλλη, κατά συνέπεια λογίζεται ως οιονεί διορισμός. Επομένως, οι ενδιαφερόμενοι για μετάταξη υπάλληλοι πρέπει να διαθέτουν τα τυπικά προσόντα του κλάδου στον οποίο επιθυμούν να μεταταγούν, όπως αυτά προβλέπονται από το Προσοντολόγιο, όπως αυτό ισχύει, αλλά και τις τυχόν πρόσθετες προϋποθέσεις που απαιτούνται από τις οργανικές διατάξεις της οικείας υπηρεσίας».

Επομένως η διαδικασία μετάταξης των δημοσίων υπαλλήλων, ορίζεται με σαφήνεια από τις ισχύουσες διατάξεις και κάθε παράβαση αυτών καθιστά την όποια μετάταξη άκυρη και επομένως θα πρέπει να ανακληθεί/ακυρωθεί.

Με δεδομένο ότι η μετάταξη ενός/μιας υπαλλήλου, είναι ατομική διοικητική πράξη, αξίζει εδώ να σημειώσουμε τα αναφερόμενα στη Γνωμοδότηση 200/2017 (25-09-2017) του ΝΣΚ, σύμφωνα με την οποία: «Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η ανάκληση των παρανόμων ή πλημμελών ατομικών διοικητικών πράξεων επιτρέπεται ελεύθερα, ανεξάρτητα από το εάν από τις πράξεις αυτές έχουν απορρεύσει δικαιώματα των διοικούμενων, εφόσον η ανάκληση γίνεται μέσα σε εύλογο χρόνο (ο οποίος σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση είναι πέντε έτη) από την έκδοσή τους (ΣτΕ 598/1987, 380/1988, 2904/2008). Η διοίκηση δεν έχει πάντως υποχρέωση, υπό την έννοια της οφειλόμενης ενέργειας, να προβεί στην ανάκληση παράνομης ατομικής διοικητικής πράξεως, εκτός εάν υπάρχει ρητή διάταξη που επιβάλλει τέτοια υποχρέωση ή εάν η ανάκληση είναι αναγκαία προς συμμόρφωση σε ακυρωτική δικαστική απόφαση (Ν.Σ.Κ. 98/2010, 8/2011, 493/2012, Σπηλιωτόπουλος, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», παρ.177, 179 με εκεί παραπομπές σε νομολογία, ΣτΕ 1654/1998)».

Συμπερασματικά:

Η νομοθεσία μας είναι σαφέστατη και ρητή, για τον τρόπο που οφείλεται από τις υπηρεσίες να γίνονται οι μετατάξεις των δημοσίων υπαλλήλων.

Αντί λοιπόν τις άναρθρες φωνασκίες για δημιουργία εντυπώσεων (;) και μόνον, περί «ρουσφετιών», «βολέματος ημετέρων» και άλλα διάφορα, δεν έχουν παρά ο επόμενος υπουργός, να διατάξει έρευνα για το εάν και κατά πόσον τηρήθηκαν οι νόμοι, σε όλες αυτές τις μετατάξεις.

Και εάν τηρήθηκαν, ας σιωπήσουν.

Εάν δεν τηρήθηκαν, οι μετατάξεις να ανακληθούν/ακυρωθούν και οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν στην πειθαρχική ή ποινική δικαιοσύνη και οι θέσεις που κατέλαβαν οι μεταταχθέντες, ως νέοι διορισμοί, να προκηρυχθούν μέσω ΑΣΕΠ.

Όλα τα άλλα είναι, είναι αυτό που στην Ελλάδα λέμε, «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε».