Επικριτική για την Τουρκία είναι για μια ακόμη χρόνια η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις θρησκευτικές ελευθερίες, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα της μετατροπής της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε τζαμιά και γενικότερα στις διακρίσεις και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνορθόδοξοι, οι Αρμένιοι και άλλες μειονότητες.
Αναφέρονται αναλυτικά όλα τα μηνύματα και οι πιέσεις από την Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα την περίοδο πριν και μετά την μετατροπή, τα οποία όμως αγνοήθηκαν πλήρως από τον Τούρκο πρόεδρο.
Στην έκθεση καταγράφεται η συνεχιζόμενη άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η μη αναγνώριση της οικουμενικότητας του Πατριάρχη, το νομικό καθεστώς και η μη παροχή της νόμιμης αποζημίωσης που δικαιούνται θρησκευτικές μειονότητες για περιουσιακά στοιχεία που απαλλοτριώθηκαν.
Στο κεφάλαιο για την Κύπρο, η έκθεση σημειώνει ότι από το 1974, το νότιο τμήμα της Κύπρου βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το “διοικούμενο από Τουρκοκυπρίους βόρειο τμήμα”, αυτοανακηρύχθηκε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («τδβκ») το 1983.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν την «τδβκ», ούτε καμία άλλη χώρα εκτός της Τουρκίας. Ένας σημαντικός αριθμός τουρκικών στρατευμάτων παραμένει στο νησί. Μια «πράσινη γραμμή» ή ουδέτερη ζώνη (η οποία έχει μήκος πάνω από 110 μίλια και αρκετά μίλια πλάτος) που περιπολείται από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο (UNFICYP), χωρίζει τα δύο μέρη», αναφέρει.