Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε στους Βρετανούς μία «πολύ, πολύ σημαντική εμπορική συμφωνία», παρουσιάζοντας το Brexit ως μία μοναδική ευκαιρία για την ενίσχυση των σχέσεων σε αυτό το επίπεδο με έναν πολύτιμο σύμμαχο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ωστόσο, η υπόσχεση του Αμερικανού προέδρου, που μένει πιστός στο «Η Αμερική πρώτα», κρύβει αιτήματα για υποχωρήσεις σε ευαίσθητους τομείς. Πόσο ανάγκη έχει η Βρετανία από μία τέτοια συμφωνία και είναι, όπως οι Brexiteers προσπαθούν να υποστηρίξουν, πιο σημαντική από τη διατήρηση στενών εμπορικών σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Όσοι θέλουν έξοδο από την Ε.Ε. έως τον Οκτώβριο με κάθε τρόπο και κόστος, θα υπεραμυνθούν σίγουρα μίας συμφωνίας με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, θα πρέπει να εξηγήσουν ένα αντικρουόμενο στοιχείο στη στάση τους: Ενώ επικαλούνται ως βασικό επιχείρημα αποδέσμευσης από την Ε.Ε. τους αυστηρούς κανόνες και τις υποχρεώσεις που η συμμετοχή σε αυτή φέρει, πιέζουν για μία εμπορική συμφωνία που θα καταστήσει αναπόφευκτα τη χώρα δέσμια μίας νέας σειράς υποχρεώσεων.
Και ενώ επιμένουν ότι τα πάντα θα βασιστούν στους κανόνες του ΠΟΕ, φαίνεται να αγνοούν την πραγματικότητα, που θέλει τον Ντόναλντ Τραμπ να αψηφά και να υπομονεύει τους κανόνες αυτούς σε κάθε ευκαιρία.
Τι ζητούν οι ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ δεν κρύβουν την επιθυμία τους για μία συμφωνία που θα έχει ως πρωταρχικό στόχο να τονώσει τη δική τους ανάπτυξη και απασχόληση, ενώ παράλληλα απαιτούν από τους Βρετανούς να ρίξουν τα στάνταρντ για την ασφάλεια τροφίμων, αλλά και την προστασία των εργαζομένων.
Στο πρώτο μέτωπο τα βρετανικά μέσα έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο αμερικανικό αίτημα να επιτραπεί η εισαγωγή πουλερικών που έχουν υποστεί πλύση με χλωρίνη αμέσως μετά τη σφαγή τους.
Πρόκειται για μία πάγια πρακτική στις ΗΠΑ, η οποία απαγορεύεται στην Ε.Ε. Όσο για την εργασιακή νομοθεσία, οι ΗΠΑ θέλουν να ξηλωθεί το δίχτυ για τις ασφαλείς συνθήκες εργασίας ειδικά στον αγροτικό τομέα.
Παράλληλα οι Αμερικανοί βάζουν στο στόχαστρο ακόμη και το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), του οποίου τη δημοτικότητα στη χώρα μπορούν να ανταγωνιστούν μόνο η Πυροσβεστική και οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Βρετανοί πολιτικοί απ’ όλο το φάσμα δεν βρίσκουν τον λόγο γιατί μία εμπορική συμφωνία να περιλαμβάνει αλλαγές σε κάτι για το οποίο η χώρα είναι τόσο περήφανη και αφορά τις υπηρεσίες της προς τους πολίτες.
Ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο Γούντι Τζόνσον ωστόσο, μιλώντας στο BBC, ήταν ξεκάθαρος: Το σύνολο της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του NHS, θα μπει στο τραπέζι σε μία μελλοντική εμπορική συμφωνία ΗΠΑ- Βρετανίας.
Οι διμερείς συναλλαγές
Οι δύο πλευρές έχουν ήδη σημαντικές εμπορικές σχέσεις, οι οποίες όμως είναι προς το παρόν πολύ λιγότερο σημαντικές για τη βρετανική οικονομία από ό,τι η σχέση με την Ε.Ε.
Οι ΗΠΑ απορροφούν περίπου το 18% των βρετανικών εξαγωγών και τα αμερικανικά προϊόντα καλύπτουν το 11% των εισαγωγών σε βρετανικό έδαφος. Τα αντίστοιχα ποσοστά στις σχέσεις με την Ε.Ε. είναι 45% και 53%.
Το διμερές εμπόριο ξεπέρασε τα 262 δισ. δολάρια το 2018, με τις ΗΠΑ να εμφανίζουν πλεόνασμα ύψους 20 δισ. δολαρίων. Παράλληλα οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στη Βρετανία, με τις αμερικανικές επιχειρήσεις να έχουν επενδύσει περίπου 750 δισ. δολάρια στη χώρα – περίπου το 1/4 των επενδύσεών τους στην Ευρώπη και το 12% των επενδύσεών τους παγκοσμίως.
Η Βρετανία είναι επίσης ο μεγαλύτερος επενδυτής στις ΗΠΑ, με τις επιχειρήσεις της να έχουν επενδύσει 540 δισ. δολάρια σε αμερικανικό έδαφος, καλύπτοντας το 15% των συνολικών ξένων άμεσων επενδύσεων.
Αντισταθμίζει το Brexit;
Το Λονδίνο προσπαθεί να παρουσιάσει τη μελλοντική συμφωνία με τις ΗΠΑ ως έναν παράγοντα που θα μπορέσει εν πολλοίς να αντισταθμίσει τα όσα θα χαθούν με το Brexit. Αξίζει, λοιπόν, να δούμε ποια είναι συγκριτικά η εικόνα των εμπορικών σχέσεων με Ε.Ε.
Η συμμετοχή της Βρετανίας στην Ε.Ε. υπολογίζεται ότι έχει ενισχύσει το εμπόριο βρετανικών αγαθών με άλλα κράτη-μέλη κατά 55%, σύμφωνα με έκθεση της Global Council. Τα επίσημα στοιχεία της βρετανικής στατιστικής υπηρεσίας δείχνουν ότι η Ε.Ε. είναι ο μεγαλύτερος με διαφορά εμπορικός εταίρος της Βρετανίας.
Η Βρετανία, όμως, με το Brexit δεν κινδυνεύει μόνο (σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία) να χάσει την ελεύθερη πρόσβαση στο έδαφος των άλλων 27 κρατών- μελών, με τα οποία έχει αναπτύξει σημαντικότατες σχέσεις τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Όταν θα φύγει, αποχωρεί αυτομάτως και από τις περίπου 40 μεγάλες εμπορικές συμφωνίες που αυτή τη στιγμή η Ε.Ε. έχει υπογράψει με περισσότερες από 70 χώρες.
Αν και πέτυχε να εξασφαλίσει την έγκριση της διατήρησης με βάση το υφιστάμενο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων με χώρες της Καραϊβικής, με το Ισραήλ, την Ελβετία, τη Χιλή και μερικές ακόμη μικρές οικονομίες, αναγνώρισε ότι δεν είναι σε θέση ακόμη να εξασφαλίσει μία ανάλογη συμφωνία με αυτή που απολαμβάνει σήμερα ως μέλος της Ε.Ε. με την Ιαπωνία.
Η όποια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ λοιπόν, αν και θα είναι σημαντική για τη βρετανική οικονομία, δεν σημαίνει το τέλος των εμπορικών περιπετειών της χώρας. Θα μπορούσε δε να συνοδεύεται πέρα από οικονομικά οφέλη και από υψηλό κόστος στα στάνταρντ για την ποιότητα των προϊόντων και τους εργαζομένους.