Στις αρχές του περασμένου έτους, αφότου ο πόλεμος ξέσπασε ξανά στη Λιβύη, μία ειδική ομάδα διπλωματών της Ε.Ε. στην Τρίπολη αναγκάστηκε να επιστρέψει στη γειτονική Τυνησία για να κάνει ό, τι είχαν έκανε αρκετά χρόνια, να περιμένει.
Καθώς η Γερμανία πραγματοποιεί μια συνάντηση κορυφής την Κυριακή, σε μία προσπάθεια για τον τερματισμό της σύγκρουσης στη Λιβύη – που όμως βρίσκεται σε ανατραχή από την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι, το 2011 – οι ευρωπαϊκές δυνάμεις πιστεύουν ότι τώρα μπορούν να ξεπεράσουν αυτήν την αδράνεια και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα στο νότο. Το ερώτημα είναι εάν είναι πολύ αργά για την ευρωπαϊκή διπλωματία, όπως ήταν στο Ιράν, που βρέθηκε εν τέλει εκτεθειμένη στην πολιτική «Πρώτα η Αμερική» του Ντόναλντ Τραμπ, σημειώνει σε ανάλυσή του το Reuters.
Αμφότεροι οι επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας, έχουν διαμηνύσει ότι η Ευρώπη ούτε επιθυμεί ούτε πιστεύει σε μία στρατιωτική λύση στη Λιβύη ούτε βεβαίως είναι ικανοποιημένη στην ιδέα του ρωσικού και του τουρκικού ναυτικού στις ακτές της Λιβύης, μποστά από τις ιταλικές ακτές.
Αν και οι μεταναστευτικές διαδρομές της Λιβύης βρίσκονται κοντά στις ευρωπαϊκές ακτές και ο ενεργειακός εφοδιασμός της στη Μεσόγειο επιδιώκεται από την Τουρκία, η πολιτική απέναντι σε μια χώρα που αποτελεί προτεραιότητα για την Ε.Ε., έχει καταστεί σύμβολο των διαιρέσεων της.
Πρώην αποικιακή δύναμη, η Ιταλία υποστηρίζει τη διεθνώς αναγνωρσιμένη κυβέρνηση του Φαγέζ αλ Σάρατζ με έδρα την Τρίπολη, ενώ η Γαλλία στηρίζει τον στρατάρχη τον Χαλίφα Χάφταρ, του ισχυρού άνδρα της ανατολικής Λιβύης.
Το Παρίσι και η Ρώμη διεξήγαγαν αντίπαλες ειρηνευτικές διασκέψεις, ενώ η Ρωσία και η Τουρκία, δύο χώρες που έρχονται σε αντίθεση με τις αξίες της Ε.Ε. για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, άφησαν το μπλοκ στο περιθώριο. Οι πρώτες συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα και όχι στις Βρυξέλλες.
Η Ουάσιγκτον, ο στενότερος σύμμαχος της Ευρώπης, υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αμέτοχη, κρατώντας πολύ διαφορετική στάση από το 2011, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη συνεργάστηκαν υπό τη σκέπη του ΝΑΤΟ στηρίζοντας τους αντάρτες που ανέτρεψαν τον Καντάφι.
«Στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, η Ε.Ε. δεν είχε ποτέ μια σαφή ιδέα για τους στόχους της, οπότε δεν θα μπορούσε να λειτουργεί προληπτικά, μόνο αντιδραστικά. Αφήσαμε πολλές ευκαιρίες να περάσουν», επισημαίνει ο Σβεν Μπίσκοπ, αναλυτής στο Ινστιτούτο Egmont του Βελγίου.
Ούτε η Ε.Ε. ούτε το ΝΑΤΟ έχουν σχέδια να αναπτύξουν στρατεύματα στη Λιβύη, με τον ύπατο εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξωτερική πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ, να αναφέρει πως εάν χρειαστεί μπορούν να σταλούν στρατιώτες της Ε.Ε. στη Λιβύη για την τήρηση του εμπάργο όπλων. Η ναυτική επιχείρηση της Ε.Ε., η Σοφία, η οποία διέσωσε τους μετανάστες από τις ακτές της Λιβύης και βοήθησε στην επιβολή εμπάργκο όπλων, απομακρύνθηκε ενώ οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι απέρριψαν τις αμερικανικές εκκλήσεις στο ΝΑΤΟ να βοηθήσουν στις περιπολίες στον Κόλπο. Ορισμένες φορές ωστόσο, οι απλές καταφατικές δηλώσεις αποδεικνύονται περισσότερο διχαστικές.
Το θετικό σημάδι, υπογραμμίζει ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής Μπρούνο Μακαές, είναι ότι όλοι συμφωνούν τώρα ότι αυτό το σχήμα δεν είναι βιώσιμο.
Ανάλυση: Τhomson Reuters Foundation