Παναγιώτης Βλαστός, Γιάννης Σκαφτούρος και Βασίλης Στεφανάκος φέρονται ότι ήταν τα αρχηγικά μέλη τα οποία ανέθεταν στους υπολοίπους τις «δουλειές» του κυκλώματος, σύμφωνα με το διαβιβαστικό, το οποίο δρούσε ως εγκληματική οργάνωση από τον Μάιο του 2011.
Όπως επισημαίνεται, τις εντολές τις έδιναν διά ζώσης σε επισκεπτήρια ή στα δικαστήρια που δικάζονταν, ενώ θωράκιζαν τις επικοινωνίες τους με προφορικές και γραπτές εντολές, σε κρατούμενους που έπαιρναν άδειες ή αποφυλακίζονταν, συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα ή πρόσωπα με τα οποία είχαν ερωτικές σχέσεις, επίορκους σωφρονιστικούς υπαλλήλους ή συνεργαζόμενους δικηγόρους.
Τα άτομα που συμμετείχαν σε έκνομες πράξεις δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Οι αρχηγοί καθοδηγούσαν συνεχώς μέσα από τη φυλακή μέσω τηλεφωνημάτων, γραπτών μηνυμάτων και σημειωμάτων. Οι εμπλεκόμενοι γνώριζαν μόνο μέρος της δουλειάς. Οι “εύκολες” δουλειές ανατίθεντο σε άτομα που είχαν υποχρέωση στους αρχηγούς.
Όπως αναφέρεται, χρησιμοποιούσαν ανώνυμα κινητά τηλέφωνα που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν καταχωρημένα σε εταιρείες με στοιχεία ανύπαρκτων αλλοδαπών. Οι τηλεφωνικοί αριθμοί άλλαζαν όταν τελείωνε κάθε δουλειά. Στις τηλεφωνικές επικοινωνίες δεν ανέφεραν ποτέ τα ονόματα τους. Μάλιστα οι αρχηγοί φέρονται να προσπαθούν να παραπλανήσουν τις αρχές καθώς, γνωρίζοντας ότι οι επικοινωνίες τους καταγράφονται, φέρονται να έλεγαν ότι δεν εμπλέκονται με συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις.
Το κύκλωμα είχε σχέση με τρομοκράτες
Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, η εγκληματική οργάνωση είχε σχέσεις με άτομα που έχουν κατηγορηθεί για συμμετοχή σε τρομοκρατικές οργανώσεις «διατηρώντας με αυτούς αμφίδρομη σχέση βοήθειας, οργανώνοντας ακόμα και αποδράσεις από κοινού.» Επίσης φέρονται να ασκούσαν ψυχολογική βία και να εκτόξευαν απειλές σε βάρος ατόμων που θεωρούσαν εμπόδια στους στόχους τους, όπως δικαστές, εισαγγελείς, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και αστυνομικούς.
Όπως επισημαίνεται στο διαβιβαστικό, οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση φέρονται να δωροδοκούσαν σωφρονιστικούς και αστυνομικούς, ενώ έχει καταγραφεί και απόπειρα δωροδοκίας δικαστικών.
Για τους αρχηγούς
Σύμφωνα με το διαβιβαστικό οι αρχηγοί της εγκληματικής οργάνωσης μπορούσαν να κυκλοφορούν σε όλες τις πτέρυγες και είχαν ελεύθερα επισκεπτήρια, ενώ τονίζεται ότι δεχόταν επισκεπτήριο ακόμα και μέσα στο κελί του.
Ταμίες ήταν άτομα της εμπιστοσύνης τους τα οποία διαχειρίζονταν μεγάλα χρηματικά ποσά. Φέρονται ακόμα να διαχειρίστηκαν μεγάλο μέρος από τα χρήματα της απαγωγής του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου. Ακόμα κατηγορούνται ότι εξέδωσαν συμβόλαιο θανάτου για γυναίκα πρόεδρο εφετών και της αστυνομικής συνοδείας της ενώ φέρονται να έδωσαν εντολή και για την τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού σε εισαγγελέα. Επίσης τοποθετήθηκαν τρεις βόμβες σε σπίτια προκειμένου να πάρουν χρήματα από κρατούμενο στις φυλακές Κορυδαλλού.
Η τελευταία βομβιστική ενέργεια που καταγράφεται είναι την Πρωτοχρονιά στο σπίτι της Λίτσας Βλαστού. Η ίδια κατέθεσε στην αστυνομία ότι ο Παναγιώτης Βλαστός ήθελε να σκοτώσει την ίδια και την οικογένεια της.
Οι επισκέψεις Βλαστού σε VIP κρατούμενους
Σύμφωνα με το διαβιβαστικό, ο Π. Βλαστός ερχόταν σε επαφή με αρκετούς VIP κρατούμενους μεταξύ των οποίων ήταν ο Ακης Τσοχατζόπουλος, Βίκτωρας Ρέστης, Γιάννης Σμπώκος, Μάκης Ψωμιάδης Αχιλλέας Φλώρος και άλλοι.
Ο Π. Βλαστός μάλιστα φέρεται να ήταν προσεκτικός στις μετακινήσεις του ώστε να μην τον καταγράφουν οι κάμερες ενώ είχε εκτοξεύσει απειλές σε νεαρούς σωφρονιστικούς υπαλλήλους που του αρνήθηκαν ιδιαίτερο επισκεπτήριο λέγοντας τους: “Εγώ δεν είμαι χθεσινός, θα σας γ…… όλους, θα γίνει κανονικά το επισκεπτήριο μη σας ανατινάξω”.
Στο διαβιβαστικό της αστυνομίας καταγράφεται ότι ο ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου Εφραίμ για τον οποίο ο Π. Βλαστός φέρεται να είχε πει ότι “έχει πολλά λεφτά”, του είχε ζητήσει να τον προστατεύει.
Σύμφωνα με κατάθεση κρατουμένου: “όταν η φυλακή ήταν “ανοιχτή”, δηλαδή κατά τον προαυλισμό των κρατουμένων, ο Βλαστός ανέβαινε συνεχώς στο δωματιάκι του φύλακα και από εκεί επικοινωνούσε με οποιοδήποτε κρατούμενο του ισόγειου χώρου της πτέρυγας. Ο Βλαστός κάποιες φορές είχε συναντηθεί και μιλήσει με το Σμπώκο”, ενώ ο ίδιος κρατούμενος ανέφερε ότι κάποιοι ζήταγαν εκβιαστικά χρήματα από το Ιω. Σμπώκο, χωρίς να τους κατονομάζει.
Για την απόπειρα απόδρασης Π. Βλαστού από τις φυλακές Κορυδαλλού (12/12/11)
Σύμφωνα με την κατάθεση της “Λίτσας”, για την απόπειρα απόδρασης ο Βλαστός είχε επαφές με άτομα, μέλη της οργάνωσης ΣΠΦ. Πριν την απόδραση η “Λίτσα” υποστήριξε ότι είχε βιντεοσκοπήσει με το κινητό της τους χώρους από την είσοδο της φυλακής έως το χώρου του επισκεπτηρίου, τους έδειξε στο Βλαστό και στη συνέχεια διάγραψε το υλικό.
Κατά την πραγματοποίηση της σχεδιαζόμενης απόδρασης, φέρονται να είχαν συνεννοηθεί ο Βλαστός να έχει μαζί του το πιστόλι, ενώ στη συνέχεια, θα μετέβαινε στο επισκεπτήριο των μελών της Συνομωσίας των Πυρήνων της Φωτιάς με τα οποία θα συνεργαζόταν για την απόδραση.
Με την απειλή πιστολιού θα ανάγκαζε τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους να ανοίξουν τις πόρτες, όπως και έκανε, αλλά φτάνοντας στην τελευταία ο σωφρονιστικός πρόλαβε και την έκλεισε.
Το πιστόλι που βρέθηκε στην κατοχή του Βλαστού φέρεται να του το είχε δώσει συγκατηγορούμενή του ένα μήνα νωρίτερα, μέσω σωφρονιστικού υπαλλήλου.
Απόπειρα απόδρασης Π. Βλαστού από τις φυλακές Τρικάλων
Τον έλεγχο και σχεδιασμό για την απόδραση εμφανίζεται να τον έχει ο Σκαφτούρος. Ο τελευταίος εμφανίζεται να δίνει εντολή σε άγνωστο άτομο να τους προμηθεύσει με οχήματα.
Αναφέρεται ότι: η “Λίτσα” μετέβη στο δικηγορικό γραφείο του ……. όπου παρουσία του δωροδόκησε σωφρονιστικό υπάλληλο, ονόματι Βασίλης, με το χρηματικό ποσό των 1000 ευρώ, καθώς τους παρέδωσε απόρρητο έγγραφο της ΕΛΑΣ σύμφωνα με το οποίο ενημερώνονταν όλα τα καταστήματα κράτησης της χώρας ότι ο Βλαστός επίκειτο να αποδράσει από το κατάστημα Τρικάλων με τη βοήθεια ελικοπτέρου, η ακριβής οργάνωση της απόδρασης καθώς και τα άτομα που θα συμμετείχαν σε αυτή.
Μετά την απόπειρα αυτή ο Π. Βλαστός φέρεται να ανέφερε στη “Λιτσα” ότι θα επιχειρούσε και πάλι να αποδράσει είτε με ελικόπτερο που αυτή τη φορά θα αγόραζε είτε σκάβοντας κάτω από τη φυλακή.