Skip to main content

Ο φόβος του κορωνοϊού βλάπτει σοβαρά τον ορθολογισμό

Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]

Ο ανελέητος βομβαρδισμός ειδήσεων για τις δραματικές επιπτώσεις του νέου κορωνοϊού μπορεί να αυξήσει το άγχος, με άμεσες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία. Αυτή ήταν από τις πρώτες επισημάνσεις των ειδικών στον τομέα της ψυχικής υγείας από την αρχή της πανδημίας του Covid-19 και στη συνέχεια του lockdown. Ενώ όμως τα κρούσματα μειώνονται σε ορισμένες περιοχές που υπήρξαν επίκεντρο της πανδημίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως η Ευρώπη και οι ΗΠΑ, κι ενώ οι πολίτες επιστρέφουν βήμα βήμα στη «νέα κανονικότητα», κάποιοι μένουν πίσω. Είναι εκείνοι στους οποίους ο φόβος του κορωνοϊού, για διάφορους λόγους, βρήκε πρόσφορο έδαφος να ριζώσει βαθιά.

Η ανησυχία μίας μεγάλης μερίδας ανθρώπων, όσων ανήκουν κυρίως στις ευπαθείς ομάδες, είναι δίχως αμφιβολία δικαιολογημένη. Πότε όμως χάνεται η ισορροπία; Πότε το φυσιολογικό άγχος γίνεται πανικός και πότε ο φόβος της λοίμωξης μπορεί να ανατρέψει τις φυσιολογικές ψυχολογικές αντιδράσεις με αποτέλεσμα την εκδήλωση απροσδόκητων συμπεριφορών;

Είναι αλήθεια πως στη σύγχρονη ιστορία καμία ασθένεια και απειλή λοίμωξης δεν μονοπώλησε τα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσο η πανδημία του Covid-19. Επί μήνες, μία απειλή που αρχικά φάνταζε αρκετά μακρινή εισέβαλε στην ανθρώπινη σκέψη μέσα από άρθρα, δημοσιεύματα, ρεπορτάζ, συνεντεύξεις, ημερήσιους απολογισμούς θανάτων και κρουσμάτων, τρομακτικές στατιστικές, πρακτικές συμβουλές, ενίοτε με μια καλή δόση χιούμορ. 

Όταν το άγχος μεταμορφώνεται σε πανικό

«Εάν υπάρχει άγχος και αυτό επιδεινωθεί παρακολουθώντας ειδήσεις και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τότε μπορεί να προκληθεί πανικός», επισημαίνει στους «New York Times» ο δρ Jud Brewer, ψυχίατρος και νευροεπιστήμονας από το Πανεπιστήμιο Brown, στις ΗΠΑ. «Και τα λογικά, τα “σκεπτόμενα” μέρη του εγκεφάλου σταματούν να λειτουργούν σωστά όταν υπάρχει πανικός», με αποτέλεσμα παρορμητικές συμπεριφορές και επικίνδυνες αποφάσεις, προσθέτει ο δρ Brewer.

Το άγχος, η αγωνία και η αβεβαιότητα αποτελούν τους χειρότερους συμβούλους στη λήψη αποφάσεων. Η απόρριψη ενός ζωτικής σημασίας οργάνου για έναν ασθενή που το έχει απόλυτη ανάγκη για την επιβίωσή του ή η αποφυγή με κάθε τρόπο του νοσοκομείου ή του ιατρείου όταν τα συμπτώματα ενός ασθενούς επιβάλλουν τον αντίθετο είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και δυστυχώς είναι η σκληρή πραγματικότητα και πολλούς ασθενείς στις ΗΠΑ και όχι μόνο, οι οποίοι στη σκέψη και μόνο ότι θα απομακρυνθούν αυτήν την εποχή από το σπίτι τους ή λόγω της έκτακτης κατάστασης θα χρειαστεί να αποχωριστούν τους δικούς τους ανθρώπους για ένα διάστημα τους οδηγεί σε παράλογες αποφάσεις. Αυτός είναι ο συνηθέστερος λόγος για τον οποίο ασθενείς με άλλα νοσήματα απορρίπτουν τη θεραπεία τους, μολονότι στην πλειονότητά τους, τα νοσοκομεία λαμβάνουν όλα τα μέτρα ασφαλείας.

Στο ιατρικό κέντρο του Πανεπιστημίου του Rochester, στη Νέα Υόρκη, η επισκεψιμότητα έπεσε κατά 50% την περίοδο της πανδημίας. «Έρχονται όταν είναι πολύ αργά, με εγκεφαλικά επεισόδια και καρδιακές προσβολές», επισημαίνει στους «New York Times» ο επικεφαλής του τμήματος δρ Michael Apostolakos. «Ή εμφανίζονται όταν με δυσκολία μπορούν να αναπνεύσουν λόγω καρδιακής ανεπάρκειας», προσθέτουν.

Οποιαδήποτε νόσος έχει ασφαλώς το ψυχολογικό της κόστος. Η αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος κατά τη διάρκεια του πυρετού, για παράδειγμα, είναι απαραίτητη για μια αποτελεσματική ανοσοαπόκριση. Έχει ωστόσο ως αποτέλεσμα και την αύξηση κατά 13% της κατανάλωσης ενέργειας του σώματος.

«Το να αρρωστήσεις και να αφήσεις το υπέροχο ανοσοποιητικό σύστημα να δουλέψει, έχει πραγματικά κόστος», εξηγεί στο BBC ο Mark Schaller, ψυχολόγος από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, στο Βανκούβερ. «Είναι σαν την υγειονομική ασφάλεια: υπέροχο να την έχεις, χάλια όταν πρέπει να τη χρησιμοποιήσεις».

Φυσιολογικές άμυνες στη λοίμωξη Vs συλλογιστικής σκέψης

Οτιδήποτε μειώνει τον κίνδυνο λοίμωξης θα έπρεπε να προσφέρει ένα ξεχωριστό πλεονέκτημα επιβίωσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει ένα σύνολο ασυνείδητων ψυχολογικών αποκρίσεων – τις οποίες ο Schaller ορίζει ως συμπεριφοριστικό ανοσοποιητικό σύστημα (behavioural immune system) – οι οποίες λειτουργούν ως άμυνα, προκειμένου να μειωθεί η επαφή με πιθανούς παθογόνους παράγοντες.

Το αίσθημα της αηδίας είναι η πιο συνηθισμένη αντίδραση του συμπεριφοριστικού ανοσοποιητικού συστήματος. Όταν αποφεύγουμε πράγματα που μυρίζουν άσχημα ή τρόφιμα που πιστεύουμε ότι είναι χαλασμένα, προσπαθούμε ενστικτωδώς να αποφύγουμε την πιθανή λοίμωξη. Η αίσθηση ότι έχουμε φάει κάτι σάπιο μπορεί να μας προκαλέσει εμετό, ώστε να αποβάλουμε το φαγητό. Έρευνες έχουν καταλήξει επίσης στο συμπέρασμα ότι τείνουμε να θυμόμαστε πιο έντονα ό,τι μας προκαλεί αηδία, επιτρέποντάς μας να θυμόμαστε (και να αποφεύγουμε) τις καταστάσεις που θα μπορούσαν να μας θέσουν σε κίνδυνο λοίμωξης αργότερα.

Δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον που εξελίχθηκε για να ζει σε μεγάλες ομάδες, το συμπεριφοριστικό ανοσοποιητικό σύστημα τροποποίησε επίσης τις αλληλεπιδράσεις με τους ανθρώπους για να ελαχιστοποιηθεί η εξάπλωση της όποιας νόσου, οδηγώντας σε ένα είδος ενστικτώδους κοινωνικής απόστασης.

Αυτές οι αποκρίσεις μπορεί να είναι αρκετά άξεστες, δεδομένου ότι οι πρόγονοί μας δεν γνώριζαν τις συγκεκριμένες αιτίες κάθε ασθένειας ή τον τρόπο μετάδοσής τους. «Το συμπεριφοριστικό ανοσοποιητικό σύστημα λειτουργεί με τη λογική “καλύτερα ασφαλής, παρά ασθενής”», εξηγεί η Lene Aaroe, ειδική σε θέματα πολιτικής ψυχολογίας, από το Πανεπιστήμιο Aarhus της Δανίας. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένες αντιδράσεις είναι συχνά λανθασμένες και ενδέχεται να είναι αποτέλεσμα άσχετων με τη νόσο πληροφοριών. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις απόψεις τους περί ηθικής ή ακόμη και τις πολιτικές απόψεις τους για ζητήματα τα οποία δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την εκάστοτε απειλή.

Η επίδραση του συμπεριφορικού ανοσοποιητικού συστήματος ποικίλλει από άτομο σε άτομο. «Μερικοί άνθρωποι έχουν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο συμπεριφορικό ανοσοποιητικό σύστημα που τους κάνει να αντιδρούν πολύ έντονα σε πράγματα που ερμηνεύουν ως πιθανό κίνδυνο μόλυνσης», σημειώνει η Aaroe. Oι άνθρωποι αυτοί θα σεβαστούν περισσότερο τους κοινωνικούς κανόνες και θα είναι πιο δύσπιστοι από τον μέσο όρο απέναντι στους ξένους, ενώ μία αυξανόμενη απειλή θα σκληρύνει τις θέσεις τους. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πιο πιθανό να γίνουν περισσότερο κομφορμιστές και λιγότερο ανεκτικοί στην εκκεντρικότητα. Η ηθική τους ενδέχεται να γίνει πιο αυστηρή και η κοινωνική τους συμπεριφορά πιο συντηρητική σε θέματα όπως η μετανάστευση, η σεξουαλική ελευθερία και η ισότητα. 

Το ερώτημα είναι, σχολιάζει ο επιστημονικός συντάκτης του BBC Ντέιβιντ Ρόμπσον, εάν οι θέσεις αυτές συνιστούν στάση ζωής, είναι αποτέλεσμα ορθολογικής, συλλογιστικής σκέψης ή έχουν διαμορφωθεί από μία αρχέγονη αντίδραση η οποία δημιουργήθηκε χιλιετίες πριν από τη μικροβιακή θεωρία.