Του Γιάννη Αργυρού
Ήταν λίγο μετά τις εκλογές του 2012. Λίγες εβδομάδες πριν Μπάρακ Ομπάμα και Τζό Μπάιντεν κέρδιζαν την ανανέωση της λαικής εντολής και την ψήφο των εκλεκτόρων για μια δεύτερη τετραετία κερδίζοντας τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων Μιτ Ρόμνει.
Το 2013 οι Ρεπουμπλικανοί είχαν ήδη εξελιχθεί σύμφωνα με τους πολιτικούς αναλυτές σε μια ακραία δύναμη με φανατικούς που αρνούνταν την πραγματικότητα και πολιτικά φλέρταραν έντονα με ένα ακροδεξιό ιδεολογικό συνονθύλευμα. Η αρχή άλλωστε είχε γίνει από το 2008 με την υποψήφια αντιπρόεδρο Σάρα Πέιλιν στο πλευρό του υποψήφιου προέδρου Τζο Μακέιν. Η Σάρα Πέιλιν στήριξε με φανατισμό το υπερσυντηρητικό κίνημα του τσαγιού και αργότερα ήταν από τους πρωταγωνιστές της επιλογής του Ντόναλτ Τράμπ για την προεδρία.
Η έκθεση για τα αίτια της ήττας του κόμματος ήταν ξεκάθαρα. Η Αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης. Η εκλογική βάση των Ρεπουμπλικάνων ήταν από την εποχή του Ρίτσαρντ Νίξον ήταν ένας συνασπισμός λευκών Καθολικών, Νοτίων και Ευαγγελιστών. Αυτός ο συνασπισμός γινόταν όλο και πιο λευκός και γερασμένος σε σχέση με τον μέσο Αμερικανό. Την ίδια ώρα, όλο και περισσότεροι νέοι ψηφοφόροι ήταν στο πλευρό των Δημοκρατικών καθώς αυξάνονταν οι πιθανότητες να είναι μη-λευκοί και άθρησκοι.
Η χαμηλή επιρροή του Ρόμνεϊ στην εργατική τάξη. Η εμφάνισή του θύμιζε τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη, τα οποία παίρνουν μπόνους για κάθε απόλυση εργατών. Ο Ομπάμα κατάφερε με επιτυχία να τον παρουσιάσει ως αδίστακτο καπιταλιστή.
Η ανάλυση των αιτίων για την εκλογική ήττα του Ρόμνει στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων όσο και ο απίστευτος φανατισμός σε συνδυασμό με την προσδοκία για την δημιουργία ενός μονοκομματικού κράτους όπου οι εκλογές θα είχαν μάλλον τυπικό χαρακτήρα, συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ανέλιξης του Τραμπ και εν γένει του τραμπισμού. Οι λαικιστικές θέσεις του Τραμπ έφεραν νέο αίμα στην εκλογική δεξαμενή των Ρεπουμπλικανών που σε συνδυασμό με τις συνεχείς αντιδράσεις των ΜΜΕ έγιναν η μαγική «συνταγή» του Τραμπ για την προεδρία των ΗΠΑ.
Παρά τα συνεχή προεδρικά παραπατήματα, τις αλλαγές στην εξωτερική πολιτική που σόκαραν και δημιουργούσαν νέα οικονομικά ή γεωπολιτικά δεδομένα η πολιτική ελίτ των Ρεπουμπλικάνων έκλεινε τα μάτια στις ολοένα και συχνότερα επαναλαμβανόμενες προεδρικές γκάφες και αστοχίες.
Από την πλευρά του ο Ντόναλτ Τραμπ υπηρετούσε την προσωπική του ατζέντα δημιουργώντας αργά αλλά σταθερά ένα προσωπικό στρατό από ακροδεξιά συντηρητικά κινήματα με κοινές θέσεις κατά των μεταναστών, των ομοφυλόφιλων, των φτωχών. Κάθε αστοχία ήταν δάκτυλος των αντιπάλων και στρεφόταν κατά της Αμερικής του Τραμπ. Σταδιακά εγκλωβίστηκαν σε μια ιδιότυπη εσωστρέφεια και προσπαθούσαν με αλλόκοτους τρόπους να αποδείξουν την αφοσίωση τους στις ιδέες και τον «ηγέτη».
Οι επικίνδυνες όπως αποδείχτηκαν απόψεις Τραμπ για την πανδημία και το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν οι ΗΠΑ δεν στάθηκε ικανό να τους αλλάξει πορεία. Και όταν πια η αποδρομή Τραμπ ήταν προ των πυλών και άρχισε η σταδιακή διαφοροποίηση κορυφαίων στελεχών του κόμματος (Ρόμνει,Τσέινι, Μπους ) όλα έγιναν ξεκάθαρα. Ο πρόεδρος Τραμπ έδειξε με σαφήνεια ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η προσωπική πολιτική επιβίωση έστω και αν θα χρειαζόταν να εγκλωβίσει πολιτικά το κόμμα που τον στήριξε. Ακόμη και αν χρειαζόταν να εξελιχθεί σε υπονομευτή της δημοκρατίας.
Η εισβολή του όχλου στο Καπιτώλιο ήρθε σε μια οξύτατη κρίση αλαζονείας. Ήταν μια ακραία επίδειξη δύναμης προς Δημοκρατικούς ότι η θητεία Μπάιντεν δεν θα είναι παιχνίδι και προς τους Ρεπουμπλικάνους ότι δεν έχουν ξεμπλέξει οριστικά μαζί του καθώς αυτός ήταν και παραμένει ο πρωταγωνιστής που ακολουθεί πιστά η μάζα.
Μια κίνηση που όπως όλα δείχνουν, καθώς ξεπέρασε κάθε όριο, θα τον στιγματίσει σε μια ιστορική πρόταση αποπομπής από την προεδρία -έστω και χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα-. Έναν πρόεδρο των ΗΠΑ που κατάφερε τις τελευταίες δέκα ημέρες της διακυβέρνησης του να έχει χάσει την στήριξη κορυφαίων υπουργών του και να μην μιλά καν με τον αντιπρόεδρο του !