Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
Οι αριθμοί δεν αφήνουν περιθώρια για αντίλογο. Οι θάνατοι από τον Covid-19 στη Σουηδία των 10 εκατ. κατοίκων πλησιάζουν τις 4.000 – τέσσερις, επτά και εννέα φορές περισσότεροι απ’ ό,τι στη Δανία, τη Φινλανδία και τη Νορβηγία αντίστοιχα. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των γειτονικών χωρών έγκειται προφανώς στην τακτική που επέλεξαν για να αντιμετωπίσουν την κρίση και που, όπως για πρώτη φορά αναγνωρίζει η Σουηδή επιδημιολόγος Ανίκα Λίντε, αποδεικνύει ότι το «ήπιο» σουηδικό μοντέλο απέτυχε.
«Πιστεύω ότι χρειαζόμασταν περισσότερο χρόνο για να προετοιμαστούμε. Εάν είχαμε προχωρήσει σε lockdown πιο νωρίς, θα είχαμε τη δυνατότητα να διασφαλίσουμε τα απαραίτητα για να προστατεύσουμε τους πιο ευάλωτους», ανέφερε σε συνέντευξή της στον Observer η Λίντε, η πρώτη αξιωματούχος από τον τομέα υγείας της χώρας που τηρεί τιις αποστάσεις της από τη γραμμή της κυβέρνησης.
Κορυφαία επιδημιολόγος της κυβέρνησης την εποχή της γρίπης των χοίρων και του Sars, η Λίντε υπερασπιζόταν έως πολύ πρόσφατα την ήπια τακτική του διαδόχου της επιδημιολόγου Άντερς Τένελ. Αρχικά, πίστεψε και η ίδια ότι αργά ή γρήγορα, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε μέτρο, ο πληθυσμός θα νοσούσε, οπότε σύντομα η χώρα θα έφθανε στη λεγόμενη «ανοσία της αγέλης».
Στο δεύτερο βασικό σκέλος της στρατηγικής της ωστόσο, την προστασία των ηλικιωμένων και των ευπαθών ομάδων, η Σουηδία απέτυχε. «Ήταν σαν όνειρο ότι θα μπορούσαμε να προστατεύσουμε τους ηλικιωμένους», τόνισε η Λίντε, η οποία στα 72 της σήμερα αναγκάστηκε από μόνη της να περάσει περισσότερο από δύο μήνες σε απομόνωση.
Πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης και κυρίως οι πολίτες εξακολουθούν να στηρίζουν τη στρατηγική του κράτους, το οποίο επέλεξε να κρατήσει ανοιχτά τα καταστήματα, τα δημοτικά, τις καφετέριες και τα εστιατόρια, προτιμώντας τις απλές συστάσεις περί κοινωνικής αποστασιοποίησης. Μόλις μία μικρή ομάδα ακαδημαϊκών και ερευνητών παραμένουν αντίθετοι. Ο ίδιος ο αρχιτέκτονας της «ήπιας» τακτικής, ο επιδημιολόγος Τένελ, παραδέχθηκε πρόσφατα ότι η κατάσταση στη χώρα είναι «φριχτή», πλην όμως δεν παραδέχεται ότι το lockdown θα είχε βοήθησει.
Η «ανοσία της αγέλης» ήταν ένα πείραμα που συζητήθηκε, δοκιμάστηκε και μάλλον απορρίφθηκε όχι μόνο στη Σουηδία, αλλά και τη Βρετανία. Στην επιδημιολογία, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ξεπεραστεί η πανδημία, εφόσον ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποκτήσει ανοσία. Ελλείψει εμβολίου, το οποίο σύμφωνα με τη συντριπτική πλειονότητα των ειδικών θα χρειαστεί πολλούς μήνες ακόμη για να εγκριθεί, η «ανοσία της αγέλης» ήταν η μοναδική εναλλακτική λύση για ορισμένες χώρες.
Ο βασικός λόγος της αποτυχίας ωστόσο, τόσο στη Βρετανία που το επιχείρησε αλλά το εγκατέλειψε, όσο και στη Σουηδία που επιμένει στην τακτική της απαντά σε δύο βασικά ερωτήματα. Αφενός τι ποσοστό του πληθυσμού πρέπει να προσβληθεί για να υπάρξει «ανοσία της αγέλης» και αφετέρου για πόσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ανοσία αυτή.
Το δεύτερο ερώτημα είναι υπό εξέταση, όπως και πολλά άλλα, καθώς πρόκειται για μία νέα νόσο, τα δεδομένα της οποίας αλλάζουν διαρκώς. Στο πρώτο ερώτημα όμως, οι ειδικοί γνωρίζουν ότι αναλόγως πόσο μεταδοτική είναι μία ασθένεια, για να υπάρξει «ανοσία της αγέλης», πρέπει να ανοσοποιηθεί τουλάχιστον το 50% – 90%. Αυτό υποστηρίζουν οι Gypsyamber D’Souza και David Dowdy από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Και τονίζουν ότι η επίτευξη ανοσίας αυτού του επιπέδου μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες.
Για ασθένειες χωρίς εμβόλιο, ακόμη και αν πολλοί ενήλικοι έχουν αναπτύξει ανοσία λόγω προηγούμενης λοίμωξης, η ιστορία έχει δείξει ότι η ασθένεια μπορεί να κυκλοφορεί στα παιδιά και μπορεί ακόμη να είναι απειλητική για πολίτες με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
Άλλοι ιοί, όπως η γρίπη, μεταλλάσσονται με την πάροδο του χρόνου, επομένως τα αντισώματα από προηγούμενη λοίμωξη παρέχουν προστασία για μικρό χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση της γρίπης, η ανοσία διαρκεί λιγότερο από ένα χρόνο. Εάν ο SARS-CoV-2, ο ιός που προκαλεί τη νόσο Covid-19, έχει την ίδια εξέλιξη με άλλους κορωνοϊούς, οι ειδικοί εκτιμούν ότι οι πολίτες πιθανότατα θα έχουν ανοσία για μήνες έως χρόνια, αλλά πιθανώς όχι για όλη τους τη ζωή.
Αν και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι αρκετά για να ειπωθεί με ασφάλεια πόσοι άνθρωποι έχουν αναπτύξει αντισώματα στον SARS-CoV-2, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι ο αριθμός απέχει μακράν για την «ανοσία της αγέλης». Με βάσει αυτά τα δεδομένα, ο κόσμος πρέπει να είναι προετοιμασμένος πως τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης θα χαλαρώνουν όταν μειώνεται ο αριθμός των νέων λοιμώξεων και πιθανότατα θα εφαρμόζονται ξανά όταν τα κρούσματα θα αυξάνονται. Έως την ανάπτυξη του εμβολίου, η προσπάθεια πρέπει να είναι διαρκής για την αποφυγή νέων εστιών και νέων κυμάτων.
Ακόμη και με ένα εμβόλιο, εξηγούν οι επιστήμονες από το Johns Hopkins, ο SARS-CoV-2 θα μπορεί να προσβάλλει τα παιδιά πριν καταφέρουν να εμβολιαστούν ή τους ενηλίκους εφόσον δεν έχουν πια ανοσία. Η καλή είδηση είναι πως όσο ο χρόνος κυλάει, η πιθανότητα μίας νέας έξαρσης θα μειώνεται, αφού είτε με το εμβόλιο είτε έχοντας νοσήσει και αποθεραπευτεί, όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα αποκτά ανοσία. Η κακή είδηση είναι πως ο δρόμος αυτός είναι μακρύς.
naftemporiki.gr