«O Μακρόν δεν θα είναι ένας εύκολος φίλος για τη Γερμανία» εκτιμά η Deutsche Welle σε άρθρο της για το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών, επισημαίνοντας πως ο νέος Γάλλος πρόεδρος «δεν συμμερίζεται τη δογματική δημοσιονομική πολιτική του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ζητά αλλαγές».
Όπως αναφέρει συγκεκριμένα η DW, το χθεσινό εκλογικό πάρτι στην έδρα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος στο Βερολίνο αφορούσε δύο νικητές: τον Εμανουέλ Μακρόν νέο πρόεδρο της Γαλλίας και τον Ντάνιελ Γκίντερ, νικητή των τοπικών εκλογών στο κρατίδιο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, έναν «άγνωστο που κατάφερε παρ’ όλα αυτά να ‘γονατίσει’ τον πρωθυπουργό του κρατιδίου, τον Τόρστεν Άλμπιχ από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα». «Ήταν η δεύτερη ήττα του SPD σε τοπικό επίπεδο, που πόνεσε πολύ το κόμμα, ιδιαίτερα τον υποψήφιο καγκελάριο Μάρτιν Σουλτς» γράφει η DW.
Ισχυρότερο δίδυμο «Μερκομακρόν»;
Η διπλή αυτή χαρά της καγκελαρίου έκανε πολλούς να ισχυριστούν ότι η πραγματική νικήτρια της βραδιάς ήταν η Άγκελα Μέρκελ, η οποία βαδίζει πλέον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επόμενη και πιο κρίσιμη τοπική αναμέτρηση, αυτή στη Ρηνανία-Βεστφαλία την ερχόμενη Κυριακή, 14 Μαΐου. «Αν και τίποτε δεν έχει ακόμη κριθεί, η Μέρκελ επενδύει στη συνεργασία με τον Μακρόν και μετά τις βουλευτικές εκλογές στη χώρα της, τον οποίο στήριξε ανοιχτά αφότου αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο αργομισθίας της συζύγου του Φιγιόν» σημειώνει η DW προσθέτοντας ότι η Γερμανίδα καγκελάριος «προσβλέπει σε έναν ισχυρό Γάλλο πρόεδρο, σε έναν ισχυρό, αξιόπιστο και αποτελεσματικό Ευρωπαίο εταίρο, για να τεθεί και πάλι σε κίνηση η γερμανογαλλική ατμομηχανή μετά το τέλμα ενός αδύναμου δίδυμου ‘Μερκοζί’ και ενός ακόμη πιο αδύναμου ‘Μερκολάντ’».
Ο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος απόψε αποχαιρετά τη Μέρκελ στο Βερολίνο, δεν στήριξε τα γερμανικά ευρωπαϊκά πρότζεκτ στο βαθμό που ήθελε η καγκελάριος, αλλά ούτε και την προσφυγική πολιτική της. Η καγκελάριος ελπίζει τώρα ότι η «φρεσκάδα» που κομίζει ο Μακρόν στην πολιτική θα δώσει νέα ώθηση στα σχέδια αναδιαμόρφωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα, εκτιμά η DW.
Ο Μακρόν «δεν πρόκειται να γίνει χειροκροτητής της γερμανικής ευρωπαϊκής πολιτικής»
Σύμφωνα με τη DW, o Μακρόν δεν θα είναι ένας εύκολος φίλος για τη Γερμανία: «Δεν πρόκειται να γίνει χειροκροτητής της γερμανικής ευρωπαϊκής πολιτικής, δεν συμμερίζεται τον φετιχισμό του Σόιμπλε στο δόγμα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, έχει ήδη επικρίνει τα υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας και ζητά μεταρρυθμίσεις στις οποίες το Βερολίνο είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συναινέσει, όπως μια οικονομική και νομισματική ένωση με έναν Ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών, κοινοτική διαχείριση των χρεών και έναν ενιαίο προϋπολογισμό για την Ευρωζώνη».
«Όλα αυτά είναι αδιανόητα για τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ. Εάν μάλιστα ο Σόιμπλε παραμείνει υπουργός Οικονομικών και την επόμενη τετραετία, δεν υπάρχει περίπτωση να δεχθεί να παραδώσει τα κλειδιά του υπουργείου του στις Βρυξέλλες», όπως παρατηρεί το Spiegel Online.
Γκάμπριελ: Να πάψουμε να κουνάμε το δάχτυλο στους Γάλλους
Όπως σημειώνει ωστόσο η DW, διαφορετικό προδιαγράφεται το σκηνικό, εάν στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου κερδίσουν οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες και σχηματίσουν κυβέρνηση υπό την ηγεσία τους. Χθες βράδυ ο υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο οποίος διατηρεί στενές σχέσεις με τον Μακρόν από παλαιότερες εποχές έκανε δηλώσεις που θα πρέπει να προκάλεσαν ικανοποίηση στο Παρίσι και στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Υποστήριξε στο δεύτερο δημόσιο κανάλι ZDF ότι «θα πρέπει να πάψουμε να κουνάμε το δάχτυλο ως δάσκαλοι στους Γάλλους για τα ελλείμματα και να τους βοηθήσουμε ως χώρα με ισχυρή οικονομία σε κοινές επενδύσεις».
Τόνισε επίσης ότι η Γερμανία όχι μόνο δεν έχασε από την κρίση, αλλά έχει επωφεληθεί από αυτήν, ότι στη δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να έχει προτεραιότητα μόνο η λιτότητα, ότι ο Μακρόν χρειάζεται χρόνο για να περιορίσει τα γαλλικά ελλείμματα και ότι έλλειμμα ύψους 0,5% κοστίζει λιγότερο από μια πρόεδρο Λεπέν.
Από τις δηλώσεις γίνεται σαφές ότι οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν για λογαριασμό τους τη νίκη Μακρόν προαναγγέλλοντας ψήγματα μιας άλλης ευρωπαϊκής πολιτικής, που μένει να αποδειχθεί εάν θα μετουσιωθεί σε ‘στροφή’, καταλήγει το άρθρο.