Skip to main content

Ο «πόλεμος των εμβολίων» και οι πολιτικοί κίνδυνοι στη μετά-Covid εποχή

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν αυτή την εβδομάδα να ενισχύσουν την παραγωγή εμβολίων κατά του Covid-19 στην Ευρώπη και να βελτιώσουν τους ρυθμούς των εμβολιασμών σε όλες τις χώρες μέλη, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.

Οι ηγέτες ΕΕ έριξαν παράλληλα τους τόνους με τη Βρετανία, αποφασίζοντας να μην προχωρήσουν στην απαγόρευση των εξαγωγών των εμβολίων που παράγονται στο μπλοκ αλλά να αυστηροποιήσουν τους ελέγχους των εξαγωγών.

Στο μεταξύ η απειλή της απαγόρευσης των  κατά περίπτωση αποστολών συγκεκριμένων εμβολίων σε χώρες με υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού ή χώρες που δεν εξάγουν εμβόλια στην ΕΕ παραμένει στο τραπέζι ως ένα όπλο άσκησης πίεσης.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα The Times, Βρυξέλλες και Λονδίνο βρίσκονται κοντά σε συμφωνία για τις προμήθειες εμβολίων κατά του Covid-19, συμφωνία που θέλει την ΕΕ να αποσύρει τελικά την απειλή της να απαγορεύσει τις εξαγωγές εμβολίων των Pfizer/BioNTech στη Βρετανία και η βρετανική κυβέρνηση, από την πλευρά της, θα συμφωνήσει να παραιτηθεί από τις προμήθειες εμβολίων της AstraZeneca που επρόκειτο να εξαχθούν από ένα εργοστάσιο στην Ολλανδία της εταιρείας Halix, συνεργάτη της φαρμακοβιομηχανίας.

Κάπως έτσι οι φαρμακευτικές βρέθηκαν στη δίνη ενός «πολιτικού πολέμου». Και βρήθηκαν μέσα σε αυτό τον πόλεμο ακκριβώς γιατί τα «όπλα» που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα εμβόλια και η επάρκεια των αποθεμάτων τους.  

Πριν από μία δεκαετία εάν οι αναλυτές ήθελαν να εκτιμήσουν τα αποθέματα μιας φαρμακοβιομηχανίας η διαδικασία που ακολουθούσαν ήταν κάπως τυποποιημένη, υπολόγιζαν τα αποθέματα κοιτώντας συνήθως τον ισολογισμό της εταιρείας, μελετώντας τις ταμειακές ροές της, υπολογίζοντας το χρέος της και ελέγχοντας τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και φαρμάκων.

Σήμερα, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Για εβδομάδες, για παράδειγμα, ο ευρωπαϊκός τύπος μίλαγε για τον «πόλεμο των εμβολίων» μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της διαμάχης δηλαδή που σημειώθηκε μεταξύ των δύο πλευρών με αφορμή τις εξαγωγές του εμβολίου των BioNTech/Pfizer από τη μία και την ασφαλή χρήση του εμβολίου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και της  AstraZeneca από την άλλη. 

Οι πολιτικοί και από τις δύο πλευρές προσπάθησαν έπειτα να σταματήσουν αυτόν τον πόλεμο που καταδικάζει και τις δύο πλευρές σε ήττα, σχολιάζουν οι Financial Times τονίζοντας πως ακόμα και αν κηρυχθεί η λήξη του πολέμου, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτικός παράγοντας έχει εισχωρήσει στη λειτουργία μιας φαρμακευτικής εταιρείας.  

Πλέον δεν έχει σημασία μόνο ο ισολογισμός μιας φαρμακευτικής. Εξίσου σημαντικά είναι επίσης ερωτήματα όπως «Θα υπάρξει εμπορικός πόλεμος;», «Πώς μπορούμε να μετρήσουμε τον λαϊκισμό;» και «Η πολιτική σκηνή στην περιοχή φαίνεται σταθερή;». Ο πολιτικός παράγοντας δημιουργεί έτσι ένα αναπάντεχο κίνδυνο για τη λειτουργία των φαρμακευτικών, ο οποίος μάλιστα δεν είχε μέχρι τώρα αποσταθεροποιητική διάσταση στα κράτη της δύσης.

Πρόκειται απλά για ένα σοκ που προκάλεσε ο Covid-19, διερωτώνται οι FT. Ίσως, απαντούν. Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, οι δυτικές κυβερνήσεις κάνοντας παρεμβάσεις κατάφεραν να σώσουν τις οικονομίες τους, πράγμα που αναπόφευκτα σημαίνει ότι η φύση του πολιτικού συστήματος και του πολιτισμού επηρεάζεται και πλήττεται περισσότερο από πριν. Η πανδημία μας ανάγκασε επίσης να σκεφτούμε τους δεσμούς που μας (ή δεν μας) ενώνουν και μας (ή δεν μας) ορίζουν ως κοινότητες.

Παρόλα αυτά, μπορεί να είναι επικίνδυνο να σκεφτούμε, ή να ελπίζουμε, ότι αυτοί οι πολιτικοί κίνδυνοι θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας όταν λήξει η πανδημία. Η μακροχρόνια κρίση έχει αφήσει στους περισσότερους από εμάς μια λαχτάρα για μια αίσθηση «κανονικότητας» όταν υποχωρήσει ο Covid-19, και είναι δελεαστικά εύκολο να υποθέσουμε ότι οποιοδήποτε τέτοιο κράτος θα προσφέρει επίσης μια αίσθηση πολιτικής ηρεμίας. 

Όταν τελείωσε η οικονομική κρίση του 2008, δεν οδήγησε σε πολιτική ειρήνη. Ούτε η επακόλουθη, αξιοσημείωτη, οικονομική ανάκαμψη στις ΗΠΑ. Αντίθετα, η τελευταία δεκαετία επέφερε αυξανόμενο λαϊκιστικό κύμα, παρά την οικονομική ανάπτυξη, η οποία τελικά οδήγησε σε γεγονότα όπως η ψηφοφορία για το Brexit και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, εξηγεί στους FT η Τίνα Φόρνταμ, πρώην πολιτική αναλυτής της Citi και συνεργάτης της συμβουλευτικής εταιρείας Avonhurst.

Σύμφωνα με την Φόρνταμ, στη μετά- Covid εποχή μπορεί να δούμε ένα παρόμοιο μοτίβο να συμβαίνει. Όπως υποστηρίζει στην έκθεση με τίτλο «Vax Populi» ( η «φωνή του πλήθους»), υπάρχουν αρκετοί λόγοι να περιμένουμε περισσότερη πολιτική αναταραχή. Η πανδημία έχει επιδεινώσει σημαντικά το χάσμα μεταξύ νικητών και χαμένων. Και ενώ ορισμένες χώρες προσπαθούν να το κλείσουν αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της κρίσης του κορωνοϊού, όπως για παράδειγμα κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν με το γιγάντιο πακέτο στήριξης 1,9 τρισ. δολαρίων, θα είναι δύσκολο να το κάνουμε στον κόσμο όπως θα διαμορφωθεί μετά την πανδημία, επειδή οι κρατικοί πόροι θα περιοριστούν. Επομένως πρέπει να γίνει τώρα. 

Εν πάση περιπτώσει, ο Covid-19 αποκάλυψε εντυπωσιακές διαφορές στον βαθμό της αποτελεσματικότητας μιας κυβέρνησης αλλά και της κοινωνικής εμπιστοσύνης και χώρες όπου αυτά τα χαρακτηριστικά θα λείπουν θα μπορούσαν να είναι επιρρεπείς στον λαϊκισμό, υποστηρίζει.

Η  Φόρνταμ εκτιμά ότι η Κίνα και η Γερμανία, για παράδειγμα, είναι πιθανό να ανακάμψουν γρήγορα από την πανδημία, με σχετική πολιτική ηρεμία, επειδή διαθέτουν λειτουργικά συστήματα διακυβέρνησης, αν και με διαφορετικά ποσοστά επιτυχίας στον περιορισμό της πανδημίας και τους εμβολιασμούς.

Εκτιμά επίσης ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει καλές πιθανότητες, κάτι που μπορεί να αποτελεί έκπληξη για πολλούς Βρετανούς, αλλά η Φόρνταμ αναφέρει ότι το επιτυχημένο πρόγραμμα εμβολιασμού αποτελεί σημαντικό παράγοντα που ενίσχυσε την κοινωνική συνοχή.

Χώρες, ωστόσο, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία φαίνονται πιο επιρρεπείς σε αναταραχές, ή «κινδύνους θανάτου», υποστηρίζει, λόγω του συνδυασμού της υψηλής διστακτικότητας απέναντι στα εμβόλια, των υψηλών ποσοστών θανάτων λόγω Covid-19 και ενός πολωμένου πολιτικού κλίματος. Χώρες αναδυόμενων αγορών όπως η Τουρκία φαίνονται πολύ χειρότερα.

Οποιοσδήποτε εγχώριος λαϊκισμός προκύψει, σημαίνει ότι «ο εθνικισμός των εμβολίων, η παραπληροφόρηση και οι εντάσεις που σχετίζονται με το εμπόριο θα αυξηθούν», λέει η έκθεση της Φόρνταμ.  

Η Φόρνταμ δεν είναι η μόνη που προβλέπει τέτοιες δυσοίωνες εξελίξεις. Η ασφαλιστική εταιρεία Aon και η εταιρεία συμβούλων EY προειδοποίησαν επίσης πρόσφατα τους πελάτες τους για τους κινδύνους που ενέχει η πολιτική αστάθεια στον μετά-Covid κόσμο.

Οι χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι συζητούν έντονα την πιθανότητα μιας επικείμενης επίθεσης ενός λαϊκιστικού κύματος. Μόλις αυτή την εβδομάδα, το hedge fund Bridgewater δημοσίευσε μια μελέτη για τους φόρους περιουσίας κατά το παρελθόν, σημειώνοντας ότι αυτοί μπορούν να προκύψουν όταν ο λαϊκισμός συμπίπτει με ξαφνικά κοινωνικά σοκ, όπως ο πόλεμος.

Φυσικά, το αντίθετο σε αυτές τις προειδοποιήσεις είναι ότι πολλοί αναμένουν επίσης μια οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία. Πράγματι, οι επενδυτές ελπίζουν ότι θα βιώσουμε μια ανάκαμψη τόσο έντονη όσο αυτή που ακολούθησε την πανδημία της γρίπης του 1918-20. Εάν ναι, αυτό θα μπορούσε να μειώσει την πιθανότητα πολιτικής αστάθειας, και θα το κάνει εφόσον οι καρποί οποιασδήποτε ανάκαμψης διανεμηθούν με δίκαιο τρόπο.

Όλα παίζονται στο εάν και στο εφόσον, τονίζουν οι FT. Όπως δείχνει ο πόλεμος των εμβολίων στην Ευρώπη, η έννοια του «δικαίου» ποικίλλει αυτή τη στιγμή, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και εντός αυτών. Εξ ου και η πρόκληση του καθορισμού του ρόλου που θα διαδραματίσουν οι πολιτικοί κίνδυνοι σε αυτό το νέο πανδημικό και μετα-πανδημικό τοπίο. Απλώς ρωτήστε την AstraZeneca, καταλήγουν.

Επιμέλεια: Βαρδαλαχάκη Ιωάννα