Οι συγγενείς των επιβατών του νοτιοκορεατικού οχηματαγωγού Sewol που βυθίστηκε τον Απρίλιο του 2014, προκαλώντας τον θάνατο 304 ανθρώπων, στην πλειοψηφία τους παιδιά, ενώ ακόμη εννέα εξακολουθούν να αγνοούνται, συγκεντρώθηκαν στον τόπο της τραγωδίας, παραμονή της πρώτης επετείου του ναυαγίου.
Πλοίο το οποίο μετέφερε 200 μέλη οικογενειών έκανε διαδρομή μιας ώρας έως το σημείο του ναυαγίου, κοντά στη σημαδούρα που δείχνει τη θέση του πλοίου που βρίσκεται σε βάθος 40 μέτρων, πριν επιστρέψει στο λιμάνι του νησιού Τζίντο.
Οι γονείς οι οποίοι θρηνούν για τα θύματα της μεγαλύτερης ναυτικής τραγωδίας στη Νότια Κορέα εδώ και δεκαετίες, φώναξαν τα ονόματα των παιδιών τους, έριξαν λευκά χρυσάνθεμα και αγαπημένα σνακς και μικροαντικείμενα των παιδιών τους στα ήρεμα νερά της Κίτρινης Θάλασσας, στ’ ανοιχτά του νησιού Τζίντο.
«Είμαι τόσο πληγωμένη. Σε τόσο κρύα νερά, σκέφτομαι πόσο θα κρύωνε», είπε η Λι-Τζουνγκ-σεόμπ μιλώντας για την κόρη της, την Χιέ-Κιούνγκ, που ήταν μεταξύ των θυμάτων, μαθητών του λυκείου του Ντανγουόν στη βιομηχανική πόλη Ανσάν, στα περίχωρα της Σεούλ. «Καθώς τελείωνε η ζωή της, σκέφτομαι πώς θα της έλειπαν η μαμά της, ο μπαμπάς της, η οικογένειά της. Ο πόνος μου είναι αβάσταχτος».
Το υπερφορτωμένο οχηματαγωγό βυθίστηκε στις 16 Απριλίου 2014 μαζί με τους 476 επιβαίνοντες σε αυτό, ανάμεσά τους 325 μαθητές του ίδιου λυκείου που ξεκινούσαν τη σχολική τους εκδρομή, 250 από τους οποίους χάθηκαν στην καταστροφή.
Οι οικογένειες προειδοποίησαν ότι θα μποϊκοτάρουν την επιμνημόσυνη τελετή της Πέμπτης, αν η κυβέρνηση δεν δεσμευτεί επίσημα για την ανέλκυση του οχηματαγωγού βάρους 6.825 τόνων, μια βαριά επιχείρηση της οποίας το κόστος εκτιμάται σε 110 εκατομμύρια δολάρια. Η κυβέρνηση αναμένεται να αποφασίσει σύντομα την ανέλκυση του πλοίου, με την ελπίδα να βρεθούν οι σοροί των εννέα αγνοουμένων.
Η έρευνα κατέδειξε ένα συνδυασμό παραγόντων, από το υπέρβαρο του πλοίου έως την ανικανότητα του πληρώματος, τις παράνομες εργασίες διεύρυνσης που αποδυνάμωσαν την άνωση του πλοίου, τη διαφθορά αξιωματούχων, τη συμπαιγνία μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, τον βραδύ ρυθμό της επιχείρησης διάσωσης όπως και την έλλειψη οργάνωσης των σωστικών συνεργείων.
Επί του παρόντος, εκτός από τον γενικό διευθυντή της εφοπλιστικής εταιρίας, μόνο μέλη του πληρώματος δικάστηκαν και καταδικάστηκαν. Ο καπετάνιος Λι Ζουν-σακ καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε 36 χρόνια φυλάκιση. Η εισαγγελία ζήτησε την ποινή του θανάτου σε βάρος του κατά την εκδίκαση της έφεσης.
Ο αρχιμηχανικός καταδικάστηκε σε κάθειρξη 30 ετών για ανθρωποκτονία. Δεκατρία ακόμη επιζήσαντα μέλη του πληρώματο