Του Γιώργου Φωκιανού
[email protected]
«Μέγα το της θαλάσσης κράτος», είπε ο Θουκυδίδης και οι σύγχρονοι Έλληνες κατάφεραν την παγκόσμια πρωτιά της ελληνικής ναυτιλίας. Πώς, όμως, έφτασε στη χρυσή εποχή και στην κορυφή του κόσμου; Σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα «ευλογημένα πλοία», τα Λίμπερτυ. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ναυτοσύνη του λαού μας.
Μεσοπόλεμος
Από το τέλος του Α’ παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1933 (με την άνοδο, δηλαδή, του Αδόλφου Χίτλερ στη γερμανική Καγκελαρία), η διεθνής κατάσταση παρουσίασε σημαντική ύφεση σε όλα τα επίπεδα. Κύρια χαρακτηριστικά της ύφεσης ήταν η κρίση στις οικονομίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠΑ, με συνέπεια την άνοδο της ανεργίας, την έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πόρων και τη μείωση της διεθνούς παραγωγικότητας.
Η ήδη αδύνατη γερμανική οικονομία κινδύνευσε να τιναχτεί στον αέρα, εξαιτίας των δυσβάσταχτων πολεμικών αποζημιώσεων και των υπόλοιπων περιορισμών που επιβλήθηκαν ώστε να εξασφαλιστούν οι νικητές από τυχόν αναβίωση της ισχύος του ηττημένου, ενώ η αγγλική στερλίνα και πολλά ευρωπαϊκά νομίσματα (συμπεριλαμβανομένης και της δραχμής), απειλήθηκαν άμεσα με κατάρρευση.
Σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, έντονες ήταν οι προσπάθειες όλων των κρατών για υπογραφή συνθηκών φιλίας, μη επίθεσης και περιορισμού των εξοπλισμών.
Στην Ελλάδα, μετά από μία τετραετία αστάθειας (1924-1928), επανήλθε στην εξουσία το κόμμα των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ακολούθησε η πτώση του το 1932, η οποία οδήγησε τη χώρα σε χάος με αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα και στάσεις. Στις 4 Αυγούστου 1936 την εξουσία κατέλαβε, κατόπιν στρατιωτικού πραξικοπήματος, ο Ιωάννης Μεταξάς.
Τις παραμονές του Β. Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα συμμετείχε στην παγκόσμια χωρητικότητα, με ποσοστό 2,6% (607 πλοία, 1.780.666 grt) πίσω από τη Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Νορβηγία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία και Γαλλία. Επιπλέον, το 1937 διέθετε τον μεγαλύτερο στόλο ελεύθερων φορτηγών πλοίων από άποψη χωρητικότητας μετά τον βρετανικό (1.583.000 grt) και ακολουθούσε η Ιαπωνία (1.100.000 grt), η Νορβηγία (800.000 grt) και η Ιταλία (660.000 grt).
Η δράση των Γερμανών στον Ατλαντικό Ωκεανό αποσκοπούσε στη διακοπή της ροής εμπορευμάτων και πολεμικών εφοδίων από την Αμερική προς τη Μεγάλη Βρετανία.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η «γέννηση» των Λίμπερτυ
Από την έναρξη του πολέμου και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1940, πριν ακόμη η Ελλάδα μπει στον πόλεμο, η Μεγάλη Βρετανία, είχε χάσει 150 φορτηγά πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου (συνολικής χωρητικότητας 800.000 grt). Έτσι η αναζήτηση και ναυπήγηση νέων πλοίων έπρεπε να γίνει «πάση θυσία», ώστε όχι μόνο να καλυφθεί το κενό αλλά και η συχνότητα βύθισης τους από τα γερμανικά υποβρύχια, που αλώνιζαν. Τέτοιες δυνατότητες ναυπήγησης δεν είχαν τα βρετανικά ναυπηγεία που ακόμη δεν προλάβαιναν τις επισκευές πολεμικών πλοίων ή τις επισκευές νέων.
Η διάσταση του προβλήματος αυτού αποκαλύπτεται και μέσα από τα λόγια του Ουίνστον Τσόρτσιλ, οποίος τόνισε ότι «πρέπει να αποκλειστεί κάθε ηλιθιότητα στο να χαθεί οποιαδήποτε ευκαιρία απόκτησης πλοίων».
Δεδομένης της κατάστασης το βρετανικό ναυαρχείο συγκρότησε ομάδα, με την εντολή να βρουν ναυπηγεία στις ΗΠΑ και τον Καναδά, που να μπορούν να αναλάβουν παράδοση 60 πλοίων ετησίως, χωρητικότητας 10.000 grt. Υπ’ όψη ότι τότε και η αμερικανική ναυπηγική βιομηχανία ήταν σε άσχημη κατάσταση, καθώς από το 1922 μέχρι το 1937 είχαν ναυπηγηθεί μόνο δύο φορτηγά, κάποια δεξαμενόπλοια και εννέα επιβατηγά/φορτηγά. Παρά ταύτα η αμερικανική επιτροπή θεώρησε πως θα ήταν σπατάλη χρόνου και πολύτιμων πρώτων υλών η ναυπήγηση «τόσο βραδυκίνητων πλοίων», που ζητούσαν οι Βρετανοί.
Στη συνέχεια τα μέλη της βρετανικής επιτροπής κατέφυγαν στον Καναδά και κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη ναυπήγηση 25 μόνο πλοίων. Τελικά, στη 1η Νοεμβρίου 1940 επιστρέφουν στην Νέα Υόρκη και το αδιέξοδο αναλαμβάνει να εκμεταλλευθεί ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας, ο Χένρυ Κάιζερ, τελείως άγνωστος μέχρι τότε στον ναυπηγικό κλάδο, που «θαμπωμένος» από τη μεγάλη βρετανική παραγγελία υπογράφει δύο συμβόλαια για παράδοση 60 πλοίων. Προηγουμένως ο Κάιζερ είχε «κλείσει» μεγάλα παραλιακά οικόπεδα για την κατασκευή ναυπηγείων.
Στις 15 Οκτωβρίου 1941 καθελκύεται στην Καλιφόρνια με το όνομα «Οcean Vanguard», το πρώτο πλοίο, ωστόσο, 70 μέρες νωρίτερα στο ναυπηγείο Νορθ Σαντς στο Σάντερλαντ της Αγγλίας, καθελκύστηκε το πραγματικό πρωτότυπο του τύπου αυτού με το όνομα «Εμπάιρ Λίμπερτυ», δίνοντας το διεθνές όνομα στον ναυπηγικό τύπο.
Με την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, η ναυτιλιακή επιτροπή αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις αρχικές απόψεις της (περί σπατάλης χρόνου κλ.π.). Οι αυξανόμενες ανάγκες από τις πολεμικές επιχειρήσεις θα υποχρεώσουν τους Αμερικανούς να διατάξουν: «Αντιγράψτε τους Βρετανούς!», για να ακολουθήσει και η ραδιοφωνική ανακοίνωση ότι ο Πρόεδρος Ρούσβελτ ζήτησε και εγκρίθηκε η παραγγελία 200 πλοίων τύπου Λίμπερτυ.
Τα πλοία αυτά σήκωσαν όλο το βάρος των μεταφορών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα αργοκίνητα πλοία των 10 κόμβων ήταν εκείνα που μετέφεραν εκατομμύρια τόνους πυρομαχικά, εφόδια, άρματα, πετρέλαια και κάρβουνο, ατμομηχανές, στρατιωτικά οχήματα, φαρμακευτικό υλικό και πάσης φύσεως υλικό σε όλα τα μέτωπα του πολέμου από τη Βόρεια θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο. Κάποια επίσης από αυτά με τον περιορισμένο πολεμικό εξοπλισμό τους κατάφεραν και κατέρριψαν γερμανικά αεροσκάφη και με βόμβες βυθού βύθισαν υποβρύχια.
Η ζωή μετά και η αναγέννηση της ελληνικής ναυτιλίας
Μέχρι τις 20 Αυγούστου 1945, όταν και παραδόθηκε η Ιαπωνία, είχαν καθελκυστεί 2.710 αμερικανικά Λίμπερτυ που αν προστεθούν και τα αρχικά 60 για λογαριασμό της Βρετανίας και τα 25 από τον Καναδά ο συνολικός αριθμός τους έφθασε τα 2.795 πλοία.
Στο σημείο αυτό, με την λήξη του πολέμου, τα Λίμπερτυ θα μετέχουν πλέον σε ειρηνικές αποστολές και πολύ σύντομα το γνώριμο πλέον «σουλούπι» τους θα φιγουράριζε σε όλα σχεδόν τα λιμάνια του κόσμου. Ήταν η εποχή που βλέποντάς τα Έλληνες άνεργοι ναυτικοί να περνούν κάποια εξ αυτών σε ελληνικά χέρια, αντί Λίμπερτυ τα αποκάλεσαν ευλογημένα πλοία.
Εύλογο είναι με την λήξη του πολέμου η αντικατάσταση του εμπορικού στόλου αποτελούσε μείζον ζήτημα και η αγορά των πλοίων Λίμπερτυ, θεωρείτο αμφιλεγόμενη. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι Αμερικανοί επέφεραν επανάσταση στη ναυπήγηση με την μέθοδο της ηλεκτροσυγκόλλησης. Μέχρι τότε σε όλα ναυπηγεία του κόσμου για τη σύνδεση των ελασμάτων των σκαφών χρησιμοποιούνταν η μέθοδος του καρφώματος. Η συγκόλληση θεωρούνταν επισφαλής και όχι κατάλληλη για παρατεταμένη χρήση, ωστόσο, η μέθοδος αυτή βελτιώθηκε σημαντικά και τα Λίμπερτυ το απέδειξαν ταξιδεύοντας για πολλά χρόνια.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αποφάσισε την πώληση των αμερικανικών Λίμπερτυ σε συμμαχικές κυβερνήσεις ή σε μεμονωμένους πλοιοκτήτες με κρατική εγγύηση. Έτσι, στις 9 Απριλίου 1946, η ελληνική κυβέρνηση εγγυήθηκε την αγορά 100 τέτοιων πλοίων, αγορά που χαρακτηρίσθηκε ως ο «θεμέλιος λίθος» της μεταπολεμικής ελληνικής ναυτιλίας.
Η αγορά αυτή επέφερε εξαιρετικά κέρδη στους Έλληνες εφοπλιστές, λόγω της φθηνής τιμής τους και της διατήρησης των ναύλων σε υψηλά επίπεδα.
Τα πλοία αυτά συνέχισαν να προσφέρουν για πολλά χρόνια (αν και είχαν χαρακτηρισθεί πλοία ενός ταξιδιού).
Στη μακραίωνη ιστορία του ελληνικού έθνους η εμπορική ναυτιλία διαδραμάτισε και συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, όσο και στους πολεμικούς της αγώνες, αλλά ακόμη και στη διεθνή προβολή της Ελλάδας, εν γένει. Μία διεθνή προβολή η οποία ενισχύεται από το γεγονός ότι ελληνόκτητη ναυτιλία είναι πρώτη στον κόσμο.
«Εκ της θαλάττης άπασα υμίν ήρτηται σωτηρία».