Στην Ουάσιγκτον επιστρέφει ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, μετά το ιστορικό ταξίδι στην Κούβα αλλά και την επίσκεψή του στην Αργεντινή.
Κατά την αποχώρησή του από τη χώρα της λατινικής Αμερικής, ο Ομπάμα απέτισε φόρο τιμής στα θύματα της στρατιωτικής χούντας, η οποία διήρκησε από το 1976 έως το 1983.
Ο Αμερικανός πρόεδρος χαιρέτισε «το θάρρος, την επιμονή των συζύγων και των παιδιών που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους για την αλήθεια», κάνοντας ειδική μνεία στις Μητέρες και Γιαγιάδες της Πλατείας του Μαΐου, οι οποίες αναζητούν μέχρι και σήμερα παιδιά και εγγόνια που «χάθηκαν» κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Από την Αργεντινή, ο Ομπάμα ανακοίνωσε επισήμως το άνοιγμα των αρχείων του στρατού και της CIA για τη δικτατορία στη χώρα και υπογράμμισε ότι αυτό θα συμβάλει στο να ριχθεί περισσότερο φως στις υποθέσεις εξαφάνισης των διαφωνούντων. Τόνισε επίσης, ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να εξετάσουν την πολιτική που εφάρμοζαν την περίοδο του «Βρόμικου Πολέμου» στην Αργεντινή.
«Στις δημοκρατίες θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να παραδεχόμαστε όταν δεν ανταποκρινόμαστε στα ιδανικά που εκπροσωπούμε και εμείς αργήσαμε να μιλήσουμε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που ήταν το θέμα εδώ» σημείωσε, χαρακτηριστικά.
Τις προηγούμενες ημέρες, ο Ομπάμα είχε επισκεφθεί την Κούβα, γυρίζοντας σελίδα στην ιστορία των δύο χωρών. Με το ταξίδι του στην Αβάνα – ένα από τα τελευταία προπύργια του κομμουνισμού – έβαλε ένα «τέλος» σε πάνω από πέντε δεκαετίες εχθρότητας. Άλλωστε, ο Ομπάμα ήταν ο πρώτος εν ενεργεία Αμερικανός ηγέτης που επισκέφθηκε τη νήσο μετά την επίσκεψη του Κάλβιν Κούλιτζ το 1928.
Συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μισέλ και τις δύο κόρες τους, Μάλια και Σάσα, ο Ομπάμα κατάφερε με την επίσκεψή του, να επιτύχει έναν διπλό στόχο: να έρθει σε επαφή με τον κουβανικό λαό και να σταθεροποιήσει τη θεαματική προσέγγιση που άρχισε στα τέλη του 2014 με την Κούβα του Ραούλ Κάστρο.
Από την Κούβα, ο Ομπάμα κάλεσε το αμερικανικό Κογκρέσο, το οποίο ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους, να άρει το εμπάργκο κατά της Αβάνας, το οποίο βρίσκεται σε ισχύ από το 1962, και είναι «ένα βάρος για τον κουβανικό λαό» και «ένα βάρος για τους Αμερικανούς που θέλουν να εργαστούν και να επενδύσουν στην Κούβα».
«Πιστεύω ότι οι πολίτες πρέπει να είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τις απόψεις τους χωρίς φόβο, να επικρίνουν την κυβέρνησή τους και να διαδηλώνουν ειρηνικά», σημείωσε, για να καταλήξει ότι «έχω εμπιστοσύνη στον κουβανικό λαό».
Πηγές: ΑΜΠΕ, Γαλλικό Πρακτορείο, Reuters