Μπορεί το ακροδεξιό κόμμα του Γκέερτ Βίλντερς να κέρδισε τη δεύτερη θέση στις πρόσφατες ολλανδικές εκλογές, ωστόσο μετεκλογικά έχει τεθεί στο περιθώριο από τα υπόλοιπα δημοκρατικά κόμματα, που έχουν ήδη ξεκινήσει διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.
Οι επαφές των αρχηγών των κομμάτων ξεκίνησαν επίσημα ήδη από την επομένη των ολλανδικών εκλογών στις 15 Μαρτίου, μετά από πρωτοβουλία του απερχόμενου πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, ο οποίος θα είναι βεβαίως και ο επικεφαλής της επόμενης κυβέρνησης. Οι αρχηγοί όλων των κομμάτων αρνήθηκαν συλλήβδην οποιαδήποτε συνομιλία με τον Βίλντερς, μολονότι θα είναι το δεύτερο σε έδρες κόμμα στη νέα βουλή. Το δεδομένο αυτό όμως περιπλέκει το μετεκλογικό τοπίο και μεταθέτει στο όχι και τόσο άμεσο μέλλον την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης.
Αυτό όμως δεν είναι κάτι νέο. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο σχηματισμός κυβερνήσεων στην Ολλανδία διαρκεί πολύ, κατά μέσο όρο 72 μέρες, ήτοι σχεδόν τρεις μήνες. Πρόκειται πράγματι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβερνητικών συνασπισμών στη Γερμανία κρατούν κανά κανόνα τέσσερις με έξι εβδομάδες. Το ολλανδικό ρεκόρ είναι επτά μήνες, μετά τις εκλογές του 1977.
Σύμφωνα με την κεντροδεξιό πολιτικό Έντιθ Σίπερς, που έχει κομβικό ρόλο στις διερευνητικές επαφές για τον σχηματισμό κυβέρνησης, δεν πρέπει να αναμένεται συμφωνία για κυβέρνηση συνασπισμού σε καμία περίπτωση πριν από τον Ιούλιο. Αλλά γιατί αργούν τόσο πολύ οι διαβουλεύσεις των κομμάτων;
13 κόμματα στη Βουλή
«Το γεγονός που περιπλέκει τον σχηματισμό κυβέρνησης έχει να κάνει με το γεγονός ότι το ολλανδικό κοινοβούλιο είναι κατ’ oυσία πολυκομματικό, με δεκατρία κόμματα να εκπροσωπούνται πλέον στην Κάτω Βουλή», εξηγεί ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Ρούντ Κούλε από το Πανεπιστήμιο του Λάιντεν. Όπως σημειώνει ο Ολλανδός ειδικός, το πρώτο σε ψήφους Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) υπό τον Μαρκ Ρούτε έχει επίσης δηλώσει ότι δεν θα είναι ικανοποιημένο με τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης μειοψηφίας.
«Δεν υπάρχουν πλέον μεγάλα κόμματα που να μπορούν να παίξουν τον κυρίαρχο ρόλο σε έναν μελλοντικό συνασπισμό», εξηγεί ο Κούλε, τονίζοντας ότι για να αποκτήσει σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία στο ολλανδικό κοινοβούλιο ο Ρούτε χρειάζεται τη συνεργασία τουλάχιστον άλλων τριών κομμάτων.
Το VVD βρίσκεται ήδη σε συνομιλίες με τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Φιλελεύθερους αλλά και τους Πρασίνους, που κατάφεραν να αυξήσουν το ποσοστό τους σε σχέση με το 2012. Η άνοδος των Ολλανδών Πρασίνων αποδίδεται εν πολλοίς στον επικεφαλής τους Τζέσε Κλάβερ, γνωστό και ως «Τζάστιν Τριντό της Ολλανδίας» –ένας συσχετισμός με τον δημοφιλή Καναδό πρωθυπουργό.
Δίλημμα για τους Πράσινους
Σύμφωνα με τον Κούλε, οι διαπραγματεύσεις για τη νέα κυβέρνηση «κολλάνε» στο κόμμα των Πρασίνων, το οποίο βρίσκεται ενώπιον ενός θεμελιώδους διλήμματος. Εάν συμμετάσχουν στη νέα κυβέρνηση πολύ δύσκολα θα καταφέρουν να είναι συνεπείς με τις θέσεις τους γύρω από ζητήματα περιβάλλοντος, ενέργειας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και σε ό,τι αφορά το προσφυγικό. «Εάν οι Πράσινοι μπουν σε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση ενδέχεται να έχουν την ίδια μοίρα με το Εργατικό Κόμμα, το οποίο υπέστη σοβαρές απώλειες επειδή οι ψηφοφόροι θεώρησαν ότι ταυτίστηκε απόλυτα με τη δεξιά κυβέρνηση», συμπληρώνει.Βέβαια στην περίπτωση που οι Πράσινοι αποχωρήσουν οριστικά από τις διαβουλεύσεις, τότε ο σχηματισμός κυβέρνησης μπορεί να καθυστερήσει ακόμη και μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Σε αυτήν την περίπτωση στενεύουν τα περιθώρια ελιγμών για το κόμμα του Ρούτε, που μέχρι στιγμής έχει μόλις 31 έδρες. Θα μπορούσε βέβαια να συνεργαστεί μόνο με τους Χριστιανοδημοκράτες, που έχουν πέντε έδρες, έχοντας όμως έτσι μια ισχνή πλειοψηφία. Μια άλλη εναλλακτική θα ήταν η συνεργασία με τους Σοσιαλιστές, που κέρδισαν 14 έδρες, με το Εργατικό Κόμμα, το οποίο βέβαια υπέστη συντριπτική καθίζηση κατακτώντας μόλις 9 έδρες ή ακόμη και με το… πρωτότυπο Κόμμα των Φιλόζωων, που έχει εξασφαλίσει πέντε κοινοβουλευτικές έδρες.