Οι επιχειρηματικοί όμιλοι που συνδέονται με τη χούντα του στρατηγού Μιν Αούνγκ Χλάινγκ βρίσκονται αντιμέτωποι με καταναλωτές που μποϊκοτάρουν τα προϊόντά τους και εργαζόμενους που κατεβαίνουν στους δρόμους «αναγκάζοντας» έτσι τελικά ξένες και τοπικές επιχειρήσεις να μην μείνουν αμέτοχες στο πολιτικά εύφλεκτο σκηνικό της Μιανμάρ.
Από την ώρα που ο στρατός κατέλαβε με τη βία την εξουσία τον προηγούμενο μήνα, ξεκίνησαν μποϊκοτάζ σε ορισμένα προϊόντα όπως η μπύρα Myanmar Brewery η οποία παράγεται από εταιρεία που υποστηρίζεται από τον στρατό σε συνεργασία με την ιαπωνική Kirin. Σούπερ μάρκετ, ξενοδοχεία και συνοικιακά καταστήματα αρνούνται να πουλήσουν αυτά τα προϊόντα.
Η αστυνομία και οι δυνάμεις του στρατού ξεκίνησαν μια βίαιη καταστολή κατά των διαδηλωτών την περασμένη εβδομάδα, αφήνοντας πίσω τουλάχιστον 50 νεκρούς σε εθνικό επίπεδο. Η εμπορική πρωτεύουσα της χώρας, Γιανγκόν, «πνίγηκε» στον καπνό και τον ήχο των πυροβολισμών.
Ωστόσο, ακόμη και πριν από το μποϊκοτάζ, οι επιχειρήσεις αγωνίζονταν να επιβιώσουν καθώς έπειτα από το πραξικόπημα του στρατού ξεκίνησε ένα κίνημα διαμαρτυρίας που έβγαλε στους δρόμους δεκάδες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους και εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα οι οποίοι ζητούσαν την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Παράπλευρη απώλεια των διαμαρτυριών ήταν η οικονομική «αναστάτωση» καθώς η χώρα παρέλυσε από τους εργαζόμενους που αποχώρησαν από την εργασία τους ζητώντας το αυτονόητο, δημοκρατία. Παράλληλα παρέλυσε και το τραπεζικό σύστημα.
Καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ των πολιτών και των δυνάμεων της χούντας κλιμακώνονταν, οι επιχειρήσεις στη Μιανμάρ βρέθηκαν μπροστά σε δύσκολες επιλογές, όπως πώς θα επικοινωνήσουν τις θέσεις τους- και για κάποιες ξένες επιχειρήσεις κατά πόσο θα συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Η Ένωση Ομοσπονδιών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων της Μιανμάρ, ο κύριος όμιλος επιχειρηματικών lobby της χώρας, αντιμετώπισε αντιδράσεις και εκκλήσεις για μποϊκοτάζ τον περασμένο μήνα- και αφού ανώτερα μέλη της συναντήθηκαν με τον Μιν Αούνγκ Χλάινγκ δύο ημέρες μετά το πραξικόπημα.
Η Ένωση υπερασπίστηκε τον εαυτό της για τις κατηγορίες ότι η γραμματεία της ανάγκασε υπαλλήλους που ήθελαν να πάρουν μέρος σε απεργία να επιστρέψουν στην εργασία τους προτού κλείσουν τα κεντρικά της γραφεία μέχρι νεωτέρας.
Ορισμένοι από τους μεγαλύτερους εγχώριους και ξένους επενδυτές της Μιανμάρ υπέγραψαν δημόσια δήλωση στηρίζοντας τις ειρηνικές διαδηλώσεις και κάνοντας παράλληλα έκκληση για «πάγωμα» των συγκρούσεων.
Ανάμεσα σε όσους υπογράφουν τη δήλωση συμπεριλαμβάνονται οι Maersk, Coca-Cola, ENI και Total, Ooredoo και Telenor. Οι επιχειρήσεις αυτές αναφέρουν στη δήλωσή τους ότι παρακολουθούν τις εξελίξεις από την έναρξη του πραξικοπήματος «με αυξανόμενη και βαθιά ανησυχία» και ελπίζουν στην «ταχεία επίλυση της τρέχουσας κατάστασης με βάση τον διάλογο, και την συμφιλίωση σύμφωνα με τη βούληση και τα συμφέροντα του λαού της Μιανμάρ ».
Την περασμένη εβδομάδα, το Αμερικανικό και Ευρωπαϊκό Εμπορικό Επιμελητήριο στη Μιανμάρ και η Ιταλική Επιχειρηματική Ένωση της Μιανμάρ εξέδωσαν μια ασαφή δήλωση, λέγοντας ότι είχαν προσκληθεί να συναντηθούν με εκπροσώπους της στρατιωτικής κυβέρνησης, αλλά «απέρριψαν όλες τις προσκλήσεις». Οι Γάλλοι και Βρετανοί ομόλογοι των επιμελητηρίων δήλωσαν ότι «ενέκριναν» το μήνυμα.
Διεθνείς οργανώσεις δικαιωμάτων είχαν πιέσει την πολιτική κυβέρνηση της Μιανμάρ και τις ξένες εταιρείες τα τελευταία χρόνια για να διακόψουν τους δεσμούς τους με το στρατό, εξαιτίας της βίαιης εκστρατείας της Τατμαντάου εναντίον των μουσουλμάνων Ροχίνγκια και άλλων μειονοτήτων.
«Οι εμπορικές προοπτικές για τις επιχειρήσεις θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από την προσέγγισή τους στο νέο καθεστώς», σχολίασε ο Τζάρεντ Μπίσινγκερ, οικονομολόγος που ειδικεύεται στη Μιανμάρ. «Ο κίνδυνος μποϊκοτάζ ή απώλειας διεθνών πελατών είναι τώρα πολύ μεγαλύτερος για τις επιχειρήσεις με διασυνδέσεις στο στρατό», εξήγησε.
Η Kirin, ένας από τους κύριους στόχους των παγκόσμιων εκστρατειών λόγω των κοινοπραξιών της στην μπύρα με την Myanmar Economic Holdings, είχε ανακοινώσει ότι θα αποσυρθεί από τις συνεργασίες της την ίδια εβδομάδα με το πραξικόπημα.
Οι επιχειρήσεις άλλων πολυεθνικών έχουν υποβληθεί επίσης σε μεγάλο έλεγχο και πίεση, ακόμη και αν δεν διατηρούν άμεσες συνεργασίες με τη χούντα.
Η «Justice for Myanmar», μια εκστρατεία που πιέζει τις επιχειρήσεις να απομονώσουν τον στρατό, προειδοποίησε ότι οι ξένοι επενδυτές στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της Μιανμάρ, συμπεριλαμβανομένων των Chevron, Total και Posco, κινδυνεύουν να θεωρηθούν χρηματοδότες της χούντας επειδή πλέον ελέγχει τις κρατικές πετρελαϊκές Myanma Oil και Gas Enterprise.
Οι διαδηλωτές έχουν δηλώσει πως έχουν στο νου τους τις κινήσεις αυτών των εταιρειών.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Financial Times