Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Το σχέδιο της κυβέρνησης για πακέτο προεκλογικών παροχών πριν τις ευρωεκλογές – στο οποίο θα αναφερθεί το μεσημέρι και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος – «αποκάλυψε» χθες ο υφυπουργός Εργασίας Τάσος Πετρόπουλος και αυτός ήταν ο λόγος που υπήρξε εκνευρισμός από τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και αναστάτωση στο Μαξίμου.
«Ακούγεται και λένε πολλοί ότι θα δώσουμε εκτάκτως ένα επίδομα, διότι υπάρχει ένα μέρος που μπορούμε να δώσουμε. Αυτές είναι αποφάσεις που σχεδιάζονται κεντρικά και ο Πρωθυπουργός ανακοινώνει», είπε ο κ. Πετρόπουλος και δεν έκανε λάθος, παρά την έκπληξη Τσακαλώτου, ο οποίος ρωτήθηκε και είπε: «Πρώτη φορά το άκουσα. Ρωτήστε τον κ. Πετρόπουλο».
Ο κ. Τζανακόπουλος που θα ενημερώσει το μεσημέρι τους πολιτικούς συντάκτες θα αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να δώσει η κυβέρνηση «δώρο» Πάσχα σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, παρά το γεγονός ότι χθες, τόσο το Μαξίμου όσο και το υπουργείο Οικονομικών «άδειασε» τον υφυπουργό Εργασίας.
Ο κ. Τζανακόπουλος θα υπερασπιστεί ακόμα τη ρύθμιση για την προστασία της α΄ κατοικίας που κατατέθηκε χθες βράδυ, καθώς τα σημερινά πρωτοσέλιδα που μιλούν στην πλειονότητά τους για προστασία για λιγότερους και προστασία με αυστηρότερους όρους, καθώς παρά τη ρητορική περί μονομερούς ενέργειας που προηγήθηκε, το σχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή είναι πολύ κοντά στη γραμμή των πιστωτών, σε κάποια σημεία δε ταυτίζεται με αυτήν.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα αναφερθεί σε πακέτο «θετικών κινήσεων στην οικονομία» που ετοιμάζει η κυβέρνηση και θα έχει ψηφίσει ως τις ευρωεκλογές, δηλαδή παροχές που προετοιμάζονται εδώ και καιρό, οι περισσότερες σε συνεννόηση με τους θεσμούς ή έστω με την ανοχή τους.
Μεταξύ άλλων, προχωρούν οι ρυθμίσεις των 120 δόσεων για τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία, κινήσεις στις οποίες η κυβέρνηση αφενός έχει επενδύσει επικοινωνιακά, αφετέρου τις αναμένει πως και τι προκειμένου να εισρεύσουν έσοδα στο δημόσιο ταμείο.
Προετοιμαζόταν σε «καθεστώς μυστικότητας» ωστόσο το μέρισμα προς συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους το Πάσχα, καθώς οι Θεσμοί δεν προωθούν μεν την έκτακτη επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης επειδή – όπως λένε – εξυπηρετεί κομματικούς και επικοινωνιακούς σκοπούς, αλλά δεν την εμποδίζουν κιόλας, καθώς εν όψει ευρωεκλογών δεν επιθυμούν ένταση με την κυβέρνηση. Τα πράγματα προχωρούν δηλαδή και σε αυτό το θέμα, περίπου όπως έγιναν και με την αύξηση του κατώτατου μισθού, όπου οι Θεσμοί είχαν ενημερωθεί αρχικώς για αύξηση 5% – με 6%, αλλά η αύξηση κατέληξε στο 11%, χωρίς να υπάρξει κάποια ουσιαστική, δριμεία, αντίδραση από την πλευρά τους.
Η χθεσινή διαρροή από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών ότι ο κ. Τσακαλώτος «είναι αντίθετος σε προεκλογικά ‘δωράκια’ και θεωρεί ως άκρατο λαϊκισμό τέτοιου είδους κινήσεις, οι οποίες μάλιστα διαρρέονται από ανθρώπους που έχουν κριθεί ανεπαρκείς για μία σειρά από ζητήματα», δεν δείχνει να έχει ισχύ.
Η κυβέρνηση, προκειμένου να αλλάξει το αρνητικό κλίμα, σχεδιάζει να δώσει «δώρο» Πάσχα σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, θα υποστηρίξει ότι κάνει κινήσεις «στα όρια των δυνατοτήτων της οικονομίας», ενώ φαίνεται ότι έχει βρεθεί ήδη και το ποσό που αφορά τα 658 εκατ. ευρώ που υπάρχουν στον προϋπολογισμό, οι Θεσμοί τα είχαν εντοπίσει και ζητούσαν από την κυβέρνηση να πει τι θα τα κάνει, αλλά η κυβέρνηση αρνιόταν.
Μετά την κατάθεση στη Βουλή του σχεδίου νόμου για την προστασία της α΄ κατοικίας – οι θεσμοί ενδέχεται να ζητήσουν κάποιες ακόμα «διορθώσεις» μέχρι την ψήφιση – η κυβέρνηση ετοιμάζει και άλλες κινήσεις, στο πλαίσιο της ακολουθούμενης πολιτικής παροχών.
Στο ερώτημα αν οι κινήσεις αυτές φέρνουν πιο κοντά ή απομακρύνουν προς τον Οκτώβριο τις εθνικές εκλογές, κορυφαία κυβερνητική πηγή απέφυγε να απαντήσει, σημειώνοντας στη «Ν» ότι η χώρα δεν είναι σε ουδέτερη πολιτική περίοδο, είναι σε προεκλογική περίοδο, σε δύο μήνες έχουμε ευρωεκλογές που συνιστούν μία κρίσιμη πολιτική μάχη για την κυβέρνηση, την αξιωματική αντιπολίτευση και τα άλλα κόμματα και σε συνδυασμό με τις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μία μεγάλη πολιτική μάχη, από την οποία θα κριθεί σε ποια κατεύθυνση θα προχωρήσει η χώρα τα επόμενα δέκα χρόνια.