Skip to main content

ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ: Πάνω από τις μισές ΜμΕ δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τους φτάνουν το πολύ για έναν μήνα

Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις αύξησε τις τιμές το β' εξάμηνο του 2024 - Πώς κινήθηκε ο κύκλος εργασιών τους

Σημαντική βελτίωση παρουσίασε το β΄ εξάμηνο του 2024 ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, ο οποίος ενισχύθηκε κατά 10 περίπου μονάδες, σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο, φθάνοντας τις 59,3 μονάδες, σύμφωνα με έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.

Ωστόσο, από τα επιμέρους στοιχεία τις έρευνας προκύπτουν σημαντικές αποκλίσεις ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (επιχειρήσεις με 0 – 9 εργαζόμενους) να αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες.

Σε επίπεδο προσδοκιών των ΜμΕ, παρατηρείται μια άνοδος της τάξεως των τεσσάρων περίπου μονάδων, στις 59,1 από τις 55 μονάδες του προηγούμενου εξαμήνου, άνοδος, όμως, που – όπως τονίζεται από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, δεν μεταφράζεται σε επικράτηση κλίματος αισιοδοξίας για το μέλλον αλλά συντηρεί το αίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας καθώς 4 στις 10 επιχειρήσεις εκτιμούν ότι η θέση τους θα επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα.

Όπως επισημαίνει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η αβεβαιότητα, η μείωση του κύκλου εργασιών για τις μικρότερες επιχειρήσεις, η αδυναμία τους να χρηματοδοτήσουν σημαντικές επενδύσεις, η έλλειψη ρευστότητας αλλά και αυξημένο λειτουργικό κόστος, επιτείνουν το κίνδυνο τη συρρίκνωσης της πολύ μικρής επιχειρηματικής δραστηριότητας και την περαιτέρω συγκέντρωση αυτής σε μικρότερο αριθμό επιχειρήσεων.

Μεγάλος πονοκέφαλος η έλλειψη ρευστότητας

Σημαντικό πρόβλημα για τις περισσότερες ΜμΕ είναι η ρευστότητα, καθώς το 45,4% των επιχειρήσεων δήλωσε μείωση ρευστότητας το δεύτερο εξάμηνο του 2024, ενώ μία στις δύο επιχειρήσεις (50,4%) δήλωσε ότι τα ταμειακά της διαθέσιμα είναι μηδενικά ή επαρκούν το πολύ για ένα μήνα. Η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση αυτό αντανακλάται και στο πεδίο των επενδύσεων των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπου τα ποσά που δαπανώνται είναι ιδιαίτερα χαμηλά καθώς βασίζονται στην συντριπτική τους πλειονότητα σε ίδια κεφάλαια.

Πώς κινήθηκε ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων

Ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων παρουσίασε βελτίωση σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2024 διατηρώντας όμως αρνητικό ισοζύγιο, γεγονός που αποδίδεται στην επίμονη κρίση ακρίβειας και στη διαρκή υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Το 38,4% των επιχειρήσεων σημείωσε μείωση του κύκλου εργασιών το β’ εξάμηνο του 2024, έναντι 27,1% που σημείωσε αύξηση και 33,6% όπου παρέμεινε σταθερός.

Αντίστροφη είναι η πορεία ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης καθώς στις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ προκύπτει μείωση κύκλου εργασιών για το 47,8%, ποσοστό που μειώνεται όσο αυξάνεται ο ετήσιος τζίρος για να καταλήξει στις επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 300.000 ευρώ να περιορίζεται στο 21,3%.

Οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη το 2024 (52,2%) μειώθηκαν συγκριτικά με το 2023 (56,2%). Οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ζημιές για το 2024 (20,7%) είναι περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2023 (21%), καταγράφηκε, όμως, σημαντική αύξηση των επιχειρήσεων που εμφανίζουν μηδενικό αποτέλεσμα (18,6%) συγκριτικά με το προηγούμενο έτος (14,6%).

Πάνω από 1 στις 3 επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας

Σε επίπεδο απασχόλησης, το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που αύξησαν το προσωπικό τους έναντι αυτών που το μείωσαν εμφανίζεται αρνητικό κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις για το τρέχον εξάμηνο όσον αφορά την απασχόληση είναι αισιόδοξες.

Υψηλό παραμένει το ποσοστό των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση του προσωπικού που χρειάζονται. Περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας τους.

Οι ειδικότητες που παρουσιάζουν έλλειψη

Σχετικά με τις ειδικότητες που παρουσιάζουν έλλειψη στην αγορά εργασίας, οι ειδικευμένοι/ς τεχνίτες/ριες-χειριστές/ριες μηχανημάτων (28,5%), οι εργάτες/ριες βοηθοί μαστόρων και το προσωπικό καθαριότητας (19,4%), καθώς και οι ειδικότητες που σχετίζονται με τον τομέα του τουρισμού και της εστίασης (σερβιτόροι/ες, μάγειρες/ισσες και ζαχαροπλάστες/ριες) (17,4%) εξακολουθούν, σε σχέση και με την έρευνα του προηγούμενου εξαμήνου, να αποτελούν, με σειρά προτεραιότητας, τις τρεις σημαντικότερες κατηγορίες.

Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις αύξησε τις τιμές

Την ίδια ώρα, περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις αύξησε τις τιμές της το β’ εξάμηνο του 2024. Όπως παρατηρεί το Ινστιτούτο, η πίεση που ασκείται στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τιμές προϊόντων και αγαθών διαμορφώνει έναν αδιατάρακτο φαύλο κύκλο επαναλαμβανόμενων ανατιμήσεων, καθώς αναζητείται το σημείο ισορροπίας μεταξύ αυξημένου λειτουργικού κόστους και πρώτων υλών, κόστους διαβίωσης και οικονομικής στενότητας των νοικοκυριών. Σε κλαδικό επίπεδο, οι επιχειρήσεις του κλάδου του εμπορίου καταγράφουν το μεγαλύτερο ποσοστό όσων αύξησαν τιμές (35,1%), με τους τομείς της μεταποίησης – βιοτεχνίας και τον τομέα των υπηρεσιών να ακολουθούν με μικρές διαφοροποιήσεις (30% και 28,8%, αντίστοιχα).

Ως προς το τρέχον εξάμηνο, 1 στις 4 επιχειρήσεις (25,6%) εκτιμά ότι θα αυξήσει τις τιμές της.

Εκτίναξη του λειτουργικού κόστους

Όσον αφορά το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων από τα ευρήματα της έρευνας εκτιμήθηκε ότι για πάνω από 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχει αυξηθεί από την εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης κατά σχεδόν 40%. Απόρροια του αυξημένου λειτουργικού κόστους είναι σχεδόν 1 στις 3 επιχειρήσεις να έχουν αυξήσει τις τιμές τους το δεύτερο εξάμηνο του 2024, χωρίς να διαφαίνεται κάποια τάση σημαντικής αποκλιμάκωσης.

naftemporiki.gr