Η ελευθερία της γνώμης κάθε δικαστή και εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού, είναι θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο» σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο εκπρόσωπος Τύπου του Αρείου Πάγου, απαντώντας ουσιαστικά στις αντιδράσεις που προκάλεσε ο πειθαρχικός έλεγχος, που ζήτησε η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα, των δικαστικών λειτουργών που χειρίστηκαν την υπόθεση για το κύκλωμα στην Πολεοδομία Ρόδου.
Ο πειθαρχικός έλεγχος που ζήτησε η πρόεδρος του Αρείου Πάγου μετά την απόφαση να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους οι 7 κατηγορούμενοι για το κύκλωμα στην Πολεοδομία Ρόδου προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Ολομέλειας Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων που έκανε λόγο για «βήμα οπισθοδρόμησης για την έννομη τάξη μας».
Μάλιστα η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας αποφάσισε την έκτακτη σύγκληση, αύριο Πέμπτη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων «για να λάβει αποφάσεις για περαιτέρω αντιδράσεις απέναντι στις συμπεριφορές της ηγεσίας του Αρείου Πάγου».
Ολόκληρη η ανακοίνωση του εκπρόσωπου Τύπου του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Λυμπερόπουλου
«Αναφορικά με τη δικογραφία που εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης στο Πρωτοδικείο Ρόδου, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων της περί εποπτείας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων της χώρας (άρθρο 23 του νόμου 439/2022) ζήτησε από την πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης τη διερεύνηση του ενδεχομένου διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης εις βάρος δικαστικού λειτουργού αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων του.
Πρέπει να καταστεί σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι η ελευθερία της γνώμης κάθε δικαστή και εισαγγελέα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού, είναι θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο.
Εξάλλου, ο έλεγχος αν η ελευθέρως διαπιστωθείσα γνώμη του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού εκφεύγει των ακροτάτων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015), έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από το νόμο και την υπαγωγή σε αυτόν των αποδειχθέντων, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στα αρμόδια προς τούτο, κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, δικαστικά όργανα.
Αυτά και μόνο, έχοντας γνώμη όλων των στοιχείων της δικογραφίας, νομίμως επιλαμβάνονται και ασκούν την αρμοδιότητά τους με στόχο την προάσπιση του κράτους δικαίου, του κύρους της Δικαιοσύνης, της δικαιικής ασφάλειας των πολιτών και την εδραίωση της εμπιστοσύνης τους προς τους θεσμούς».