Το πρόβλημα με τους λιμνάζοντες φοιτητές (που κάποιοι αποκαλούν αιώνιους) είναι διαφορετικό για κάθε επιστημονικό αντικείμενο και σχολή.
Το 48,26% των πτυχιούχων του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Αθήνας το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 πήραν το πτυχίο τους ακριβώς στα 4 χρόνια. Το αντίστοιχο ποσοστό για το Τμήμα Μαθηματικών Αθήνας είναι 11,11%. Είναι προφανές ότι είναι διαφορετικός ο βαθμός δυσκολίας σπουδών στα δύο Τμήματα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα άλλα Τμήματα Παιδαγωγικών Δημοτικής και Μαθηματικών στα υπόλοιπα Πανεπιστήμια της χώρας μας.
Μεγάλη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι φοιτητές της Νομικής Αθηνών που έχουν εισαχθεί μέχρι το 1982-1983 και δεν πήραν ποτέ πτυχίο είναι 3.974. Οι μικρότεροι έχουν περάσει τα 60 και οι μεγαλύτεροι έχουν πεθάνει. Όσοι εισήχθησαν μετά το 1982-1983 και δεν πήραν το πτυχίο τους είναι 3.564 σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται σε ανακοίνωση της σχολής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας οι φοιτητές στα κανονικά εξάμηνα σπουδών το 2022-2023 ήταν 2.833 και όσοι είχαν ξεπεράσει τα 4+2 έτη είναι 3.610. Στην Ιατρική της Αθήνας οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 1.840 και 1.113. Στη Νομική οι φοιτητές που καθυστερούν είναι περισσότεροι από τους κανονικούς, ενώ στην Ιατρική είναι λιγότεροι. Αριστούχοι και οι μεν και οι δε. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα δυνατότητας ολοκλήρωσης των σπουδών.
Αυτό που πιστεύω ότι φταίει είναι η λεγόμενη «κατάρα» των καλών μαθητών. Αν κάποιος μαθητής έχει καλές επιδόσεις στο σχολείο ο περίγυρος (με πρώτους τους γονείς, συνήθως) τον σπρώχνει σε συγκεκριμένες σπουδές. Γιατρός, Μηχανικός ή Δικηγόρος ήταν για δεκαετίες το όνειρο των οικογενειών για τα παιδιά τους. Αυτό το όνειρο είναι συνέπεια και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας, που δεν στηρίχθηκε στη βιομηχανία ή τις μεγάλες επιχειρήσεις ώστε να βρουν καλές θέσεις εργασίας οι νέοι μας. Έτσι γέμισε η χώρα με ελεύθερους επαγγελματίες γιατρούς μηχανικούς και δικηγόρους.
Αν ένας φοιτητής διαπίστωνε ότι δεν του άρεσαν αυτές οι σπουδές εγκατέλειπε τη σχολή του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι λιμνάζοντες φοιτητές. Κανείς δεν τους ρώτησε ποτέ όλους αυτούς τους φοιτητές γιατί δεν παρακολουθούν τα μαθήματά τους, με αποτέλεσμα να διογκώνεται το φαινόμενο. Θα έπρεπε να υπάρχει παρακολούθηση της ακαδημαϊκής πορείας των φοιτητών και να είχαμε ακριβή εικόνα για τα αίτια της εγκατάλειψης των σπουδών με στοιχεία, ώστε να μην κάνουμε υποθέσεις· διότι τώρα υποθέσεις κάνουμε. Αυτό αποτελεί μία από τις αδυναμίες των ελληνικών Πανεπιστημίων. Φυσικά όταν υπάρχει τόσο μεγάλη έλλειψη μελών ΔΕΠ ίσως είναι πολυτέλειες όλα αυτά. Βέβαια τη συγκεκριμένη δουλειά μπορεί να την κάνει το διοικητικό προσωπικό που είναι και αυτό ελάχιστο.
Από τη στιγμή που το πρόβλημα δεν είναι ίδιο για όλα τα Τμήματα δεν μπορεί να υπάρχει μία οριζόντια λύση για όλους. Η σύγκλητος της Νομικής προτείνει να υπάρξει περιθώριο επανεγγραφής για τους 3.600 φοιτητές που εξακολουθούν να θέλουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Μία απλή αίτηση είναι, όμως, κάτι που το κάνει ο καθένας απλά, εύκολα και γρήγορα ώστε να κρατήσει τη θέση του. Δεν βοηθά να ξεχωρίσουν αυτοί που πραγματικά θέλουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Το πρόβλημα είναι αυτό ακριβώς: να ξεχωρίσουμε ποιοι πραγματικά θέλουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και είναι διατεθειμένοι να το κάνουν. Το ενδιαφέρον τους δεν είναι δηλαδή θεωρητικό.
Αυτό που πιστεύω ότι πρέπει να γίνει είναι ότι όσοι έχουν ξεπεράσει το ν+2 ή ν+3 για τις σχολές με σπουδές μεγαλύτερης διάρκειας των 4 ετών να διαγράφονται μεν, αλλά να μπορούν να κάνουν επανεγγραφή καταβάλλοντας ένα ποσό της τάξης των 100 ευρώ το χρόνο για τα διοικητικά έξοδα της υπέρβασης του χρόνου φοίτησης. Αυτά τα χρήματα θα πηγαίνουν στη συντήρηση των κτιρίων, που… αργοπεθαίνουν.
Δεν επιτρέπονται τα δίδακτρα στα Πανεπιστήμιά μας, είναι κατοχυρωμένο αυτό. Δεν πρόκειται, όμως, για δίδακτρα αλλά για τα έξοδα του επιπλέον χρόνου σπουδών που δεν έχει υποχρέωση να καλύπτει το κράτος. Και τα έξοδα αυτά είναι υπαρκτά με την ενασχόλησης της γραμματείας, με τους καθηγητές που πρέπει να διορθώσουν τα γραπτά των φοιτητών που έχουν υπερβεί το ν+2. Οι φοιτητές που δεν κοστίζουν τίποτα στο Πανεπιστήμιο είναι αυτοί που έχουν εγκαταλείψει εντελώς τις σπουδές τους και δεν έχουν την επιθυμία να επιστρέψουν. Οι φοιτητές που δίνουν κάποια μαθήματα και γενικότερα κάνουν την προσπάθεια να πάρουν το πτυχίο τους έχουν διοικητικό κόστος.
Βάζοντας το τέλος των 100 ευρώ θα ξεχωρίσουν αυτόματα όσοι θέλουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους από όσους δεν ενδιαφέρονται πια. Όσοι δεν καταβάλλουν τα 100 ευρώ διαγράφονται οριστικά, ενώ όσοι καταβάλλουν τα 100 ευρώ συνεχίζουν για έναν ακόμη χρόνο (πέρα από τα ν+2). Την επόμενη χρονιά, αν δεν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους, πρέπει να κάνουν ξανά την εγγραφή τους καταβάλλοντας και πάλι 100 ευρώ. Μπορούν να είναι ενεργοί φοιτητές για όσα χρόνια πληρώνουν τα 100 ευρώ το χρόνο. Αυτό το ποσό δεν είναι μεγάλο αλλά αποτελεί από μόνο του τον τρόπο να ξεχωρίσει η ήρα από το σιτάρι. Όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά (και όχι θεωρητικά) θα το καταβάλουν· οι άλλοι όχι. Έτσι παρακάμπτεται και το πρόβλημα ότι τα Πανεπιστήμιά μας δεν γνωρίζουν γιατί καθυστερεί ο κάθε φοιτητής ή αν έχει εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Νομίζω ότι έτσι λύνεται το πρόβλημα των λιμναζόντων φοιτητών. Για να είναι δίκαιο το σύστημα πρέπει, φυσικά, να ληφθεί μέριμνα από τα Τμήματα να σταματήσουν κάποιοι καθηγητές να κόβουν σωρηδόν τους φοιτητές τους, πράγμα που συμβαίνει δεκαετίες τώρα, και, βέβαια, να μην ωθούν οι σχολές τους φοιτητές να ξεπερνούν τα ν+2 για να εισπράττουν τα 100 ευρώ το χρόνο. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρξει και ένας εξορθολογισμός των σπουδών.
*Ο Στράτος Στρατηγάκης είναι μαθηματικός – ερευνητής
[email protected]
www.stadiodromia.gr