Skip to main content

Πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Αναστάσιος

George Vitsaras / SOOC

Ποιος ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας

Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος, κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, εκοιμήθη σήμερα σε ηλικία 95 ετών.

Την είδηση έκανε γνωστή η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας, εκφράζοντας τη βαθύτατη οδύνη της. «Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας με βαθύτατη οδύνη αναγγέλλει την εις Κύριον εκδημία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρού Αναστασίου. Ο Μακαριώτατος εκοιμήθη σήμερα, 25 Ιανουαρίου 2025, στις 8:30 π.μ. (ώρα Ελλάδος) σε ηλικία 95 ετών, στο Νοσοκομείο “Ο Ευαγγελισμός” των Αθηνών συνεπεία πολυοργανικής ανεπαρκείας. Είχε προηγηθεί πολυήμερη νοσηλεία στο Νοσοκομείο “Υγεία” των Τιράνων» αναφέρεται στην ανακοίνωση.

Η υγεία του Αναστάσιου είχε παρουσιάσει ραγδαία επιδείνωση την Παρασκευή, εμφανίζοντας συμπτώματα πολυοργανικής ανεπάρκειας.

Ο Αναστάσιος υπήρξε ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανασύστησε ο ίδιος το 1992.

«Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Αναστάσιος υπήρξε ο αναστηλωτής και ανακαινιστής της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανέστησε κυριολεκτικώς εκ των ερειπίων μετά την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος. Με το θεόπνευστο όραμα και την ακάματη εργασία του, ανοικοδόμησε εκ βάθρων την εκκλησιαστική ζωή, ανήγειρε εκατοντάδες ναούς, συνέστησε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και ανέδειξε νέο κλήρο, προσφέροντας αδιάλειπτη θυσιαστική διακονία επί 33 και πλέον έτη. Αιωνία αυτού η μνήμη» αναφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, σε ανακοίνωσή της.

Φάρος Ορθοδοξίας

Γεννήθηκε το 1929 στον Πειραιά. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952. Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας.

Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας. Το 1959 ίδρυσε και διεύθυνε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο Πορευθέντες, και τρία χρόνια αργότερα το ομότιτλο «Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο», από το οποίο ξεκίνησε η ελληνόφωνη ιεραποστολική αφύπνιση κατά τον 20ό αιώνα.

Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος ενώ το 1964 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα. Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από ελονοσία. Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία (1965-1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt, στη θρησκειολογία, την εθνολογία και την ιεραποστολική. Ακόμη, κατείχε εντολή διδασκαλίας του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου στη Γερμανία (1966-69).

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και διεύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες» καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα (1971-1975). Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα με τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972.

Τον ίδιο χρόνο ορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983-1986), από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1983 έως το 1987.

Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο Πανεπιστήμιο, υπήρξε ακόμη Αντιπρόεδρος της Εφορείας Πανεπιστημιακής Λέσχης (1978-79 και 1983-86), πρόεδρος της «Επιτροπής Συμπαραστάσεως Κυπριακού Αγώνος» του Πανεπιστημίου Αθηνών (1975-84), μέλος της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1986-90) και του ΔΣ του Kέντρου Μεσογειακών και Αραβικών Σπουδών (1978-82). Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1997 όταν και ονομάστηκε ομότιμος καθηγητής.

Έγινε επίσης γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ίδρυσε το ιεραποστολικό περιοδικό Πάντα τα Έθνη, το οποίο διεύθυνε από το 1981 μέχρι το 1991. Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, αναχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Τοποτηρητής της Ιεράς Μητρόπολης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιλάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί Εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ήταν πολύγλωσσος και εκτός της μητρικής και της αρχαίας ελληνικής, μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλβανικά, έχει επίσης γνώσεις λατινικής, ισπανικής, ιταλικής, ρωσικής και σουαχίλι.

Είχε μελετήσει τα διάφορα θρησκεύματα (αφρικανικά θρησκεύματα, Ινδουϊσμό, Βουδισμό, Ταοϊσμό, Κομφουκιανισμό, Ισλάμ) στις χώρες που ακμάζουν (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία, Νιγηρία, Ινδία, Ταϋλάνδη, Κεϋλάνη, Κορέα, Ιαπωνία, Κίνα, Βραζιλία, Καραϊβική, Λίβανο, Συρία, Αίγυπτο, Τουρκία κ.α.).

Τιμητικές διακρίσεις

Ήταν ανεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1993 έως το 2005 και επίτιμο μέλος της. Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995) και του St. Vladimir’s Theological Seminary (2003) και του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006). Ακόμη ήτανεπίτιμο μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας Mόσχας (1998) και εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001).

Έχει λάβει Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτερη θεολογική διάκριση) του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003). Ακόμη έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1996), του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (1996), του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και όλων των Τμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1998), του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004), του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004), των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Επίσης έχει λάβει το Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκριση) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005). Τέλος, έχει υπάρξει επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007), του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008), του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009).

Επίσης, είχε παρασημοποιηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, το Μεγαλόσταυρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας, το Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Α΄ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, το Σταυρό του Ισαποστόλου Βλαδιμήρου Α΄ του Πατριαρχείου Ρωσίας, το Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Σταυρό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας, το Σταυρό της Αγίας Αικατερίνης της Ιεράς Μονής Σινά, το χρυσό Σταυρό μετά δαφνών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το Αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το χρυσό κλειδί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λαμίας μεταξύ άλλων.

Στις 14 Φεβρουαρίου 2020 το Ρωμαιοκαθολικό Κίνημα Φοκολιάρ, με 140.000 μέλη σε 180 χώρες, του απένειμε το διεθνές βραβείο «Κλάους Χέμερλε» (ο οποίος ήταν Επίσκοπος Άαχεν και καθηγητής Φιλοσοφίας των Θρησκειών) αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη συμβολή του στην εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας των θρησκευτικών κοινοτήτων σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Λίγα από τα λόγια του Μακαριωτάτου κατά τη βράβευσή του: «Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό, που τορπιλίζει την ειρηνική συμβίωση, είναι η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στην κοινωνία. Μιας πολυδιάστατης αγάπης, που δεν περιορίζεται από σύνορα, προκαταλήψεις ή άλλες διακρίσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση καλείται να συμβάλει η υγιής θρησκευτική συνείδηση.»