Skip to main content

Παραιτήθηκε αιφνιδιαστικά ο πρόεδρος της Μιανμάρ

Ο πρόεδρος της Μιανμάρ Χτιν Κιάου, στενός συνεργάτης της ντε φάκτο ηγέτιδος της χώρας Αούνγκ Σαν Σου Κι, παραιτήθηκε την Τετάρτη, σε μια απόφαση με άμεση ισχύ, σχεδόν δύο χρόνια αφού ανέλαβε το ύπατο αξίωμα της χώρας, σε μια δύσκολη περίοδο κατά την οποία οι αρχές κατηγορούνται για εθνοκάθαρση εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια.

«Ο πρόεδρος Χτιν Κιάου ζήτησε στις 21 Μαρτίου 2018 να απαλλαχθεί από τα καθήκοντά του», ανακοίνωσε η Προεδρία σε μια σύντομη ανακοίνωσή της στο Facebook.

Ο διανοούμενος, γιος Βιρμανού ποιητή και παιδικός φίλος της κ. Σου Κι, έγινε τον Απρίλιο του 2016 ο πρώτος πολίτης που ανέλαβε την προεδρία της Μιανμάρ έπειτα από δεκαετίες.

Η προεδρία δεν έχει δώσει καμία εξήγηση για την αιφνιδιαστική παραίτηση του κ. Κιάου, ο οποίος όμως τον τελευταίο καιρό εμφανιζόταν αδυνατισμένος, τροφοδοτώντας εικασίες για την κατάσταση της υγείας του.

Η κ. Σου Κι, Κρατική Σύμβουλος (αξίωμα ανάλογο του πρωθυπουργού) και υπουργός Εξωτερικών της χώρας, είχε προτείνει τον πιστό της πολιτικό σύντροφο για τη θέση του επικεφαλής του κράτους, καθώς η ίδια δεν μπορεί η ίδια να αναλάβει, λόγω συνταγματικού κωλύματος. Βάσει του Συντάγματος της Μιανμάρ δεν μπορεί να γίνει πρόεδρος της χώρας όποιος έχει παιδιά με ξένη υπηκοότητα και η Σου Κι έχει δύο γιους με βρετανική υπηκοότητα.

Πλέον το κοινοβούλιο της Μιανμάρ έχει επτά ημέρες για να βρει αντικαταστάτη.

«Αν πρόκειται για κάποιον στενό συνεργάτη της Αούνγκ Σαν Σου Κι, τα πράγματα αναμένεται να συνεχιστούν ως έχουν. Η θέση του προέδρου είναι κυρίως τιμητική μετά τη δημιουργία αυτής του Κρατικού Συμβούλου, την οποία έχει η Σου Κι», σχολίασε ο Μαέλ Ρεινό, ειδικός σε θέματα Μιανμάρ.

Αυτή είναι μια ακόμη πρόκληση για την κ. Σου Κι, η οποία ανέλαβε με μεγάλες προσδοκίες την εξουσία το 2016. Όμως η χώρα βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο πολλών επικρίσεων.

Ο ΟΗΕ κατηγορεί τη Μιανμάρ για εθνοκάθαρση εις βάρος των Ροχίνγκια. Σχεδόν 700.000 μέλη της μειονότητας αυτής έχουν καταφύγει στο Μπανγκλαντές για να γλιτώσουν τις διώξεις του στρατού.