Συντετριμμένος, σύμφωνα με τον συνήγορό του, ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της απολογίας του ο δράστης της δολοφονίας της συζύγου του στους Αμπελόκηπους.
Ο 39χρονος, ο οποίος κρίθηκε προφυλακιστέος, φέρεται να είπε στην ανακρίτρια ότι το βράδυ του εγκλήματος άκουσε τη σύζυγό του να μιλά στο τηλέφωνο με κάποιον, η φωνή του οποίου προσομοίαζε με φίλου του, και του έλεγε ότι θα έπαιρνε τον μεγάλο γιο τους και θα έφευγε.
«Της ζήτησα να έρθει στο δωμάτιο να μιλήσουμε. Πράγματι ήρθε κι ενώ στην αρχή αρνήθηκε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο – αποκρινόμενη ότι δήθεν έβλεπε «βιντεάκια» -, στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι μιλούσε με άντρα και συγκεκριμένα τον παιδικό μου φίλο. Μου δήλωσε ταυτόχρονα ότι θα έπαιρνε το μεγάλο παιδί και θα έφευγε, αφού εγώ δεν είχα χρήματα, αποδίδοντάς μου μάλιστα τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ότι «είμαι ανθρωπάκι», «λίγος» και ότι «μια ζωή κοιμάμαι με το ψέμα της». Προσπαθώντας να διατηρήσω μάταια τη ψυχραιμία μου, τη ρώτησα «για ποιο λόγο θα πάρει το μεγάλο παιδί μαζί της, αφού έχουμε δύο παιδιά». Τότε μου απάντησε με απόλυτη ψυχρότητα κοιτάζοντάς με κατάματα ότι δεν είναι δικό μου παιδί (το μεγαλύτερο)».
Αυτό, που του είπε η σύζυγός του, όπως ισχυρίστηκε, του προκάλεσε ανεξέλεγκτη οργή.
«Θόλωσα τόσο πολύ ακούγοντας ότι το παιδί μου, που λατρεύω, δεν ήταν δικό μου, και χωρίς κανένα έλεγχο των πράξεών μου, έπιασα ένα σφυρί από την τσάντα των εργαλείων που χρησιμοποιώ στην οικοδομή και είχα εντός της κρεβατοκάμαρας και της κατάφερα ένα χτύπημα στο κεφάλι. Έπεσε πάνω στο κρεβάτι μας και, εντελώς τυφλωμένος από τα έντονα συναισθήματα που βίωνα εκείνη τη στιγμή, έπιασα το καλώδιο ενός φορτιστή που ήταν δίπλα μου και το έσφιξα στον λαιμό της.
Όταν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί, τρελάθηκα και προσπάθησα να την επαναφέρω δύο φορές. Την πίεζα στο στήθος και προσπάθησα να την κάνω να αναπνεύσει, αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Τη σκέπασα και την έβαλα στη ντουλάπα.
Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ, δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Ήθελα όμως να το πω στις αρχές, γιατί δεν άντεχα άλλο το βάρος, κι έτσι κάλεσα την αστυνομία και με απόλυτη ειλικρίνεια τους είπα τα πάντα. Από τη μοιραία στιγμή που διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα, μέχρι και την αυθόρμητη εμφάνισή μου στις Αρχές, βίωνα καθημερινά μια ουσιαστική και συνειδητή ενδοσκόπηση που με οδήγησε να επιζητώ την αυτοτιμωρία μου. Άλλωστε, ποτέ δεν σκέφτηκα να τραπώ σε φυγή…
Ακόμα και τα μηνύματα που απέστειλα στον γιο μου από το κινητό της μητέρας του, αποκλειστικό σκοπό είχαν να καθησυχάσουν τα παιδιά μου και όχι να αποκρύψουν την άδικη πράξη μου, αφού άλλωστε ενώ είχα το χρονικό περιθώριο να τα διαγράψω, δεν το έπραξα, αλλά αντίθετα τα έθεσα ο ίδιος υπόψη των Αρχών κατά το στάδιο της προανάκρισης.
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τα συναισθήματά μου. Θα έδινα τα πάντα να γυρνούσα τον χρόνο πίσω για να αλλάξω αυτό που έγινε σε μία στιγμή ανεξέλεγκτης οργής».