Skip to main content

Άρης Αγγελής (ΓΓ Στρατηγικού Σχεδιασμού Υπ. Υγείας): Ενισχυμένη η χρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης το 2025

«Εχουμε λάβει συγκεκριμένα μέτρα ώστε να προστατεύσουμε τους ασφαλισμένους από την επιβάρυνση που θα μπορούσε να προκληθεί»

Η ενίσχυση της χρηματοδότησης της φαρμακευτικής δαπάνης για το 2025, οι πιθανές επιπτώσεις της νέας φαρμακευτικής νομοθεσίας της ΕΕ καθώς και ο στόχος των μικρών αυξήσεων στα φθηνά φάρμακα για την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις αναγκαίες φαρμακευτικές θεραπείες είναι μερικά από τα θέματα που μας αναλύει ο γενικός γραμματέας Στρατηγικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Υγείας, Άρης Αγγελής.

Κύριε Γενικέ, δεδομένων των προβλημάτων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή με τα υπέρογκα ποσά επιστροφών που καλούνται να πληρώσουν οι εταιρείες αλλά και με τη χαμηλή χρηματοδότηση του φαρμάκου από την πολιτεία πως μπορεί να επιτευχθεί η απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στα νέα καινοτόμα φάρμακα;

Ένας σημαντικός  σύμμαχος στην επιτάχυνση της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες είναι η αύξηση του ορίου της φαρμακευτικής δαπάνης. Ειδικότερα, το συνολικό όριο φαρμακευτικής δαπάνης για το 2024 ανέρχεται στα 2,74 δισεκατομμύρια ευρώ, αυξημένο κατά 66 εκατομμύρια ευρώ σε σύγκριση με το 2023, ενώ το συνολικό ποσό αναμένεται να φτάσει τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη τα 370 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον ενίσχυσης. Από αυτά, η κυβερνητική επιλογή για την προσαύξηση νωρίτερα εντός του 2024 του συνολικού ορίου κατά 300 εκ. ευρώ εντάσσεται στην εφαρμογή της υποχρέωσης του Δημοσίου απέναντι στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) για την επίτευξη της μείωσης του clawback κατά 300 εκ. ευρώ για το τρέχον έτος σε σχέση με το 2021, ενώ τα υπόλοιπα 70 εκ. ευρώ αφορούν στην ετήσια ενίσχυση της χρηματοδότησης για την φαρμακευτική δαπάνη βάσει της αύξησης του ΑΕΠ, η οποία έχει ήδη συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό. Σχετικά με τα 300 εκ. ευρώ, ποσό το οποίο προσαυξάνει τα ετήσια συνολικά όρια της φαρμακευτικής δαπάνης και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των φαρμακείων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. και του ΓΝΘ Παπαγεωργίου (Νόμος 4549/2018, Α’ 105, Άρθρο 25, Παρ. 3γ.), κατανέμεται (ΦΕΚ Β’ 2733/ 13.05.2024) σε: (α) 80 εκ. ευρώ για τη φαρμακευτική δαπάνη των φαρμακείων κοινότητας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., (β) 100 εκ. ευρώ για τη φαρμακευτική δαπάνη που αφορά φάρμακα υψηλού κόστους (Φ.Υ.Κ.) των φαρμακείων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., και (γ) 120 εκ. ευρώ για τη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. Τέλος, για το έτος 2025, επιπρόσθετα της αντίστοιχης ενίσχυσης του προϋπολογισμού βάσει της αύξησης του ΑΕΠ,  η προσαύξηση των ορίων της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης που έχει προβλεφθεί φθάνει έως και τα 400 εκ. ευρώ αναλόγως της πορείας επίτευξης του στόχου  μείωσης του clawback για το συγκεκριμένο έτος.

Η αναθεώρηση της ευρωπαϊκής φαρμακευτικής νομοθεσίας κύριε Γενικέ έχει γίνει σημείο σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ της φαρμακοβιομηχανίας και της Κομισιόν. Ποια είναι η θέση μας ως χώρα για να αποφύγουμε τυχόν σοβαρές απώλειες στη πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες;

Η θέση της χώρας μας σχετικά με την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας είναι να υποστηρίξουμε μία ισορροπημένη προσέγγιση που ενισχύει την καινοτομία, ενώ παράλληλα διασφαλίζει τη σταθερή πρόσβαση των ασθενών τόσο σε καινοτόμα όσο και σε γενόσημα φάρμακα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα στηρίζει τη διατήρηση της περιόδου ρυθμιστικής προστασίας των δεδομένων στα 8 έτη, με επιπλέον 2 έτη προστασίας της αγοράς και μέγιστη συνολική διάρκεια προστασίας τα 11 έτη. Παράλληλα η Ελλάδα στηρίζει τη θέσπιση ισχυρής υποχρέωσης για τη βελτίωση της πρόσβασης των Κρατών μελών στα φάρμακα.

Θεωρούμε χρήσιμη την ύπαρξη ενός δημόσιου μητρώου όπου θα μπορούν να αναζητούνται τα δεδομένα και οι περίοδοι προστασίας που ισχύουν για κάθε προϊόν.

Επίσης, η Ελλάδα θεωρεί ότι το κίνητρο των ανεκπλήρωτων ιατρικών αναγκών έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς θα παρέχει την απαραίτητη καθοδήγηση για την καινοτομία που χρειάζονται τόσο τα κράτη μέλη όσο και η ΕΕ στο σύνολό της. Υποστηρίζουμε ότι τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των προϊόντων που απευθύνονται σε ανεκπλήρωτες ιατρικές ανάγκες είναι απαραίτητο να είναι αντικειμενικά και μετρήσιμα και, στο γενικότερο πλαίσιο, η διεξαγωγή συγκριτικών μελετών θα πρέπει να αποτελεί γενική κοινή υποχρέωση και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να καθοριστούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και περιστάσεις, βάσει των οποίων επιτρέπονται εξαιρέσεις από τον κανόνα.

Η ανάγκη συνεργασίας για μια ενιαία προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά τις επιμέρους, εθνικές, στρατηγικές των κρατών μελών και τους μηχανισμούς αποθεματοποίησης φαρμάκων συνιστά βασική μας θέση, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στον επαρκή εφοδιασμό της αγοράς και στη δημόσια υγεία των πολιτών. Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες προκλήσεις σχετικά με την  διασφάλιση δίκαιης και ισότιμης πρόσβασης των ασθενών σε οικονομικά προσιτές και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας, ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που αποτελεί πλαίσιο αναφοράς των 20 Βασικών Αρχών για μια ισχυρή κοινωνική Ευρώπη, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια πιο υγιή Ευρώπη. Επιπλέον, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, και με γνώμονα τη 16η Βασική Αρχή για την ισότιμη πρόσβαση στην υγεία, οι εθνικές πολιτικές αναβάθμισης της υγειονομικής περίθαλψης αξιολογούνται σε επίπεδο ΕΕ.

Κύριε Γενικέ, οι στοχευμένες αυξήσεις τιμών σε κάποια φάρμακα θα συμβάλλουν κατά τη γνώμη σας να παραμείνουν στην αγορά αλλά και στο να μειωθούν οι ελλείψεις;

Οι στοχευμένες αυξήσεις στις τιμές ορισμένων φαρμάκων, παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον λόγω της πληθωριστικής κρίσης, αποτελούν μια αναγκαία και στρατηγικά σχεδιασμένη κίνηση για την εξασφάλιση της διαθεσιμότητας αυτών των φαρμάκων στην ελληνική αγορά και τη μείωση των ελλείψεων. Προτεραιότητα μας είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις αναγκαίες φαρμακευτικές θεραπείες, και για αυτό κρίθηκε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην αναπροσαρμογή των τιμών με γνώμονα τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της διάθεσης των φαρμάκων.

Το πρόβλημα των ελλείψεων φαρμάκων έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της μακροχρόνιας διατήρησης των τιμών σε χαμηλά επίπεδα, σε συνδυασμό με τις υποχρεωτικές επιστροφές (clawback) που επιβαρύνουν τις φαρμακευτικές εταιρείες. Αυτοί οι παράγοντες, συνδυαστικά με τα αυξανόμενα κόστη παραγωγής, καθιστούσαν οικονομικά μη βιώσιμη τη συνέχιση διάθεσης πολλών φαρμακευτικών σκευασμάτων, ιδιαίτερα παλαιότερων προϊόντων με σχετικά χαμηλές τιμές, με αποτέλεσμα ορισμένα από αυτά σταδιακά να αποσύρονται από την αγορά ή να παρουσιάζουν σοβαρές ελλείψεις που όχι μόνο ταλαιπωρούν τους ασθενείς αλλά και επιβαρύνουν τον κρατικό μηχανισμό, που αναγκάζεται να καλύπτει τις ανάγκες αυτές μέσω αντικατάστασης τους με ακριβότερα προϊόντα και εισαγωγής φαρμάκων εξωτερικού μέσω ΙΦΕΤ σε σημαντικά υψηλότερες τιμές.

Η απόφαση για την αναπροσαρμογή των τιμών ελήφθη με αυστηρά κριτήρια και με βάση τη μοναδικότητα κάθε φαρμάκου, καθώς και συγκριτικά στοιχεία από τις χαμηλότερες τιμές στην Ευρωζώνη. Οι αυξήσεις που αποφασίστηκαν στοχεύουν κυρίως σε σκευάσματα των οποίων οι τιμές είχαν πέσει κάτω από τα προβλεπόμενα, κατά το νόμο, επίπεδα του μέσου όρου των 2 χαμηλότερων τιμών, κάνοντας απαραίτητη την επαναφορά τους σε πιο βιώσιμα πλαίσια. Η διαδικασία αυτή έγινε με πλήρη διαφάνεια και σεβασμό στις αρχές της δίκαιης τιμολόγησης, ενώ οι μεγαλύτερες αυξήσεις περιορίστηκαν σε φάρμακα κρίσιμης σημασίας για τα οποία υπήρχε σημαντική απόκλιση από τη χαμηλότερη τιμή που ορίζει η εθνική νομοθεσία.

Παρά τις αυξήσεις, έχουμε λάβει συγκεκριμένα μέτρα ώστε να προστατεύσουμε τους ασφαλισμένους από την επιβάρυνση που θα μπορούσε να προκληθεί. Η συμμετοχή των ασθενών παραμένει καθορισμένη σε σταθερό ποσοστό βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας, ενώ συνεχίζουν να εφαρμόζονται ειδικές ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί για ορισμένες παθήσεις, ώστε η συμμετοχή να είναι μειωμένη ή μηδενική. Η αναπροσαρμογή αυτή δεν ήταν μια απόφαση που λήφθηκε ελαφρά τη καρδία. Αντίθετα, πρόκειται για μια αναγκαία ενέργεια που αποσκοπεί στη σταθεροποίηση της αγοράς φαρμάκων και την αποφυγή περαιτέρω ελλείψεων καθώς και στην προστασία από υψηλότερες συμμετοχές ασθενών που θα προέκυπταν από ακριβότερα προϊόντα, είτε λόγω αντικατάστασης παλαιότερων με νέα, πιο ακριβά, είτε λόγω εισαγωγής μέσω ΙΦΕΤ σε πολλαπλάσιες τιμές. Επιπλέον, η Ελλάδα, παρά τις αυξήσεις αυτές, εξακολουθεί να διατηρεί χαμηλότερες τιμές φαρμάκων σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η πρόσβαση των πολιτών στα φάρμακα παραμένει σε λογικό και προσιτό επίπεδο στην Ευρώπη.

Η στόχευση των αυξήσεων αυτών είναι διττή. Αφενός, αποσκοπούν στην εξασφάλιση της διαθεσιμότητας φαρμάκων ευρείας χρήσης, τα οποία αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο απόσυρσης λόγω της μη βιωσιμότητας της διάθεσής τους. Αφετέρου, η κίνηση αυτή επιτρέπει την εξοικονόμηση πόρων, οι οποίοι μπορούν να διατεθούν για τη χρηματοδότηση νέων καινοτόμων θεραπειών που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση σύγχρονων υγειονομικών προκλήσεων.