Σάββατο, 9 Νοεμβρίου σήμερα, και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει έναν από τους μεγαλύτερους Αγίους της σύγχρονης εποχής, τον Άγιο Νεκτάριο, Επίσκοπο Πενταπόλεως το εν Αιγίνη.
Ο Νεκτάριος γεννήθηκε στη Σηλυβρία της ανατολικής Θράκης το 1846 και κοιμήθηκε το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου του 1920 σε ηλικία 74 ετών. Ήταν το πέμπτο από τα επτά παιδιά της οικογένειάς του και το κατά κόσμον όνομά του ήταν Αναστάσιος Κεφαλάς.
Γιορτάζουν επίσης οι:
- Οσία Ματρώνα
- Οσία Θεοκτίστη η Λέσβια
- Αγίες Ευσταλία και Σωπάτρα
- Όσιος Συμεών ο Μεταφραστής
- Άγιος Αντώνιος
- Άγιοι Χριστόφορος και Μαύρα
- Άγιοι Ναρσής και Αρτέμωνας
- Όσιος Ιωάννης ο Βραχύσωμος ή Κολοβός
- Όσιος Ελλάδιος
- Όσιοι Ευθύμιος και Νεόφυτος κτήτορες της Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους
- Όσιος Νικηφόρος «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ»
Σε ποιους λέμε «χρόνια πολλά»
Την ονομαστική τους εορτή έχουν:
- Νεκτάριος, Νεκταρία
- Ελλάδιος, Ελλάδης
- Θεόκτιστος, Θεοκτίστη
- Μαύρος, Μαύρα, Μαυρέτα
Τι γνωρίζουμε για τον Άγιο Νεκτάριο
Ο Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Γονείς του ήταν ο Δήμος (Δημοσθένης) και η Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά. Συχνά προσευχόταν στον Μητροπολιτικό ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου της Σηλυβρίας, όπου φυλασσόταν η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής.[10] Σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δύσκολη πραγματικότητα της εποχής, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρηθεί, ενώ στη γενέτειρά του δεν υπήρχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 13 ετών.
Η ζωή στην Κωνσταντινούπολη για τον Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της παραμονής του. Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, όπου ο ιδιοκτήτης τού φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί παραπλεύρως από το συσκευαστήριο, είδε κάποια μέρα τον ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και τον πήρε στη δούλεψή του. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του εμπόρου, έχοντας πλέον χρόνο για εκκλησιασμό και για να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα και η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη παρέμεινε συνολικά επτά έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε για να εργαστεί ως δάσκαλος στο Λιθί της Χίου.
Το 1877 ο Νεκτάριος, μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη, πήγε στην Αθήνα προκειμένου να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές. Μετά την ολοκλήρωσή τους στη Βαρβάκειο, εστάλη μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε τον έστειλε ξανά στην Αθήνα, να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή Αθηνών.
Με την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια χειροτονείται Ιερέας και πέντε μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριαρχείου. Μέσα σε δύο μήνες, αξιοποιώντας τη ρητορική του δεινότητα, προήχθη σε ιεροκήρυκα, λαμβάνοντας και θέση πατριαρχικού επιτρόπου στο Κάιρο. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του Πατριαρχείου, όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου 1889 ανακηρύχθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως Λιβύης.
Η ραγδαία ανέλιξη του Νεκταρίου δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής και είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες διαδοχής του. Ο λαός, που είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό), επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο, και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου ο Νεκτάριος καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του, γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον για υποκίνηση ανατροπής του Πατριάρχη Σωφρονίου, αλλά και με αόριστες ηθικές κατηγορίες.
Ο Σωφρόνιος, που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, πείσθηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών, με αποτέλεσμα την άμεση παύση της ιερατικής ιδιότητας του Νεκταρίου.
Διορίστηκε ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Ωστόσο η φήμη που τον ακολουθούσε παρέμενε, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία, δεδομένων των εις βάρος του κατηγοριών, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζεται και να στιγματίζεται. Το 1891, δύο έτη μετά τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο και η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του.
Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στον νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας (Νομός Φθιώτιδας, Νομός Βοιωτίας) αντίστοιχα. Την άνοιξη του 1894 διορίστηκε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής. Το έργο του στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε τη σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης.
Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο.
Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος και τη σύνδεσή του με τον Γέροντα Δανιήλ τον Σμυρναίο (Γέροντα της Αδελφότητας Δανιηλαίων) το 1898 με τον οποίο διατηρούσε και αλληλογραφία. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, έναν «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στη Ριζάρειο Σχολή.
Το 1908 παραιτήθηκε από τη σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι.