Η εξαιρετική και μοναδικά εύγεστη μυτιληνιά ελιά, η λεγόμενη «κολοβή» παίρνει το δρόμο του χαρακτηρισμού της ως Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ).
Ήδη, ο απαραίτητος φάκελος από τους ειδικούς επιστήμονες του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Διονύσιο Παυλόπουλο και Σέρκο Χαρουτουνιάν ολοκληρώθηκε και «θα κατατεθεί στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να χαρακτηριστεί η ντόπια ποικιλία ελιάς «κολοβή ελιά Λέσβου» ως ΠΟΠ προϊόν.
Οι βρώσιμοι καρποί της συγκεκριμένης ποικιλίας έχουν ένα ιδιαίτερο προφίλ χαρακτηριστικών και είναι εύκολη η διάκρισή τους από καρπούς άλλων ποικιλιών ελιάς. Ο καρπός που είναι πράσινος και όταν ωριμάσει μετατρέπεται σε σκούρο μαυροκόκκινο, είναι μικρού έως μεσαίου μεγέθους, με λεπτό φλοιό και σχήμα ωοειδές ή σφαιρικό και κύριο χαρακτηριστικό την κοίλη απόληξη και την παρουσία θηλής ή ακίδας. Έτσι, οι κολοβές ελιές μοιάζουν με βελανίδια, με αποτέλεσμα να αποκαλούνται από τους ντόπιους και ως βαλανολιές.
Η συγκομιδή του καρπού γίνεται χειρωνακτικά, δηλαδή με το παραδοσιακό χειρομάδημα (με τα χέρια) ή τη βοήθεια χειροκίνητων (ή μηχανικών) ραβδιών. Έτσι, παρατηρείται παρουσία μικρότερης ποσότητας χλωροφύλλης στο συγκομιζόμενο καρπό, με συνέπεια να έχει μεγαλύτερο χρόνο διατηρησιμότητας και να είναι απαλλαγμένος από χώμα ή τραυματισμούς που υποβαθμίζουν την ποιότητά του.
Το ελαιόλαδο από την κολοβή ελιά συσκευάζεται σε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, ένα εξαιρετικής ποιότητας προϊόν που έχει χαρακτηρισθεί ως «Λάδι Μυτιλήνης / Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ)».
Όσον αφορά τώρα τις βρώσιμες ελιές που ζητείται ο χαρακτηρισμός τους ως προϊόν ΠΟΠ, παραδοσιακά ξεπικρίζονται και ζυμώνονται / συντηρούνται σε άλμη με θαλασσινό αλάτι από τις αλυκές της οριοθετημένης περιοχής (Καλλονής), χωρίς κάποια επιπλέον επεξεργασία. Θετική συνέπεια η παραγωγή ενός προϊόντος με τη δυνατόν μικρότερη επεξεργασία. Σε κάποιες περιπτώσεις η άλμη εμπλουτίζεται και με αρωματικά φυτά του νησιού με στόχο να αναδειχθεί το έντονο άρωμα και η γεύση της ελιάς.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ