Κατά ένα παράδοξο τρόπο από την παρακαταθήκη του Συγκροτήματος Σκαλιστήρη αναδεικνύεται απρόσμενα και μια άλλη διάσταση των μακροχρόνιων μεταλλευτικών εργασιών του. Για να αντιληφθεί κανείς παραστατικά το μέγεθος της ετήσιας (1972) μετακινηθείσας γης, θα απαιτούνταν μια φάλαγγα έμφορτων φορτηγών 15 τόνων, τοποθετημένα εν σειρά και επαφή, η οποία θα κάλυπτε μια απόσταση μεγαλύτερη της απόστασης Αθήνας- Νέα Υόρκης. Ενώ για την παραγωγή της 5ετίας 1965-1972, η γραμμή μεταφοράς θα ήταν ίση με την περίμετρο της γης.
Παρότι, η εξορυκτική δραστηριότητα συνεχίζεται σήμερα σε πιο περιορισμένη κλίμακα, τα εξαντλημένα παλιά μεταλλεία εγκαταλείφθηκαν, αφήνοντας πίσω μια ορεινή έκταση (περίπου) 10.000 στρεμμάτων. Μια αναστατωμένη περιβαλλοντικά περιοχή, με πολλά μη «γήινα» χαρακτηριστικά, γεμάτη με κρατήρες, διαβρωμένα πρανή, οξειδωμένες εγκαταστάσεις κ.ά. Εκεί, λοιπόν, η φύση επέστρεψε δυναμικά, με τον καιρό επανήλθε η βλάστηση, ενώ διαμορφώθηκαν και έλη, όπως και 14 λίμνες διαφόρων μεγεθών, στις οποίες η φύση άρχισε να επανακάμπτει, κατά περίπτωση, δημιουργώντας υδάτινα οικοσυστήματα.
Το WWF Ελλάς ξεκίνησε το 2004 το πρόγραμμα “Προστασία των υγρότοπων των νησιών του Αιγαίου”, με το οποίο ανέλαβε την πρωτοβουλία να καταγράψει την κατάστασή τους και να αναδείξει τη σημασία και τις ανάγκες για τη διατήρηση των νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων συγκατελέγεται και η Εύβοια. Η αποτύπωση των λιμνών είναι εξαντλητική, λεπτομερής, δημοσιευμένη με την πληρέστερο επιστημονικά χωρικό εντοπισμό τους, με φωτογραφικά αρχεία και εκτιμήσεις για τη βιολογική και οικολογική τους αξία. Αποδίδει εξατομικευμένη προσέγγιση στην κάθε μία και τις διαχωρίζει σε δύο χωρικές ενότητες αυτές του Κάκαβου και του Παρασκευορέματος.
Η οικολογική, κοινωνική και πολιτιστική σημασία τους δεν μπορεί να παραβλεφθεί, καθώς οι νησιωτικοί υγρότοποι, φυσικοί ή και τεχνητοί, αποτελούν περιοχές υψηλής βιοποικιλότητας, απαραίτητες ενδιάμεσες στάσεις για εκατομμύρια μεταναστευτικά πουλιά και καταφύγια για τα διαχειμάζοντα, σημαντικούς ενδείκτες της επάρκειας και της κατάστασης του νερού στα νησιά, και, εν τέλει, ένα μοναδικό περιουσιακό στοιχείο για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Δυστυχώς, διαπιστώνεται, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους υγρότοπους, είναι υποβαθμισμένοι και εξακολουθούν να υποβαθμίζονται κυρίως λόγω εκχερσώσεων, επαναλειτουργίας τους ως μεταλλευτικών χώρων, επιχωματώσεων, δόμησης, διάνοιξης δρόμων, και περιορισμού ή αποστέρησης της τροφοδοσίας τους με νερό.
Το 2018 η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, απευθυνόμενη στους 2 Δήμους της Βόρειας Εύβοιας, επιχείρησε την αναγνώριση της περιοχής, ως Παγκόσμιου Γεωπάρκου της UNESCO, στοχεύοντας στην προβολή του πλούτου της γεωλογικής κληρονομιάς της περιοχής, καθώς και στην ανάδειξη της ιδιαίτερης αξίας που έχει η γεωλογική, φυσική και πολιτισμική κληρονομιά της περιοχής σε παγκόσμια κλίμακα. Η όλη προσπάθεια, τελικά, κατέληξε σε αποτυχία.
Είναι, όμως, καιρός η δημοτική αρχή του Δήμου Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας να επαναφέρει τη διεκδίκηση, αφού η περιβαλλοντική, μεταλλευτική, οικολογική, γεωλογική και κοινωνική αξία των μεταλλευτικών χώρων του Μαντουδίου και η μοναδικότητα της γεωλογικής κατατομής της περιοχής, υπερκαλύπτει τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια της σχετικής αναγνώρισης. Μάλιστα, προς ενδυνάμωση της προσπάθειας μπορούν να συμπεριληφθούν και άλλοι γειτονικοί σημαντικότατοι χώροι με παλαιοντολογικό (απολιθωμένο δάσος και Μουσείο της Κερασιάς), αρχαιολογικό (Αρχαία Κήρινθος, Ελύμνιον, Μαντείο Σελινουντίου Απόλλωνος στις Ροβιές»), οικολογικό (Υγροβιότοπος Κρύας Βρύσης) και θρησκευτικό ενδιαφέρον (Αι Γιάννης ο Ρώσος).
Συμπερασματικά, οι εξορυκτικές και μεταλλουργικές δραστηριότητες του λευκόλιθου αναδεικνύουν την Βόρεια Εύβοια σε ένα από τους σημαντικότερους μεταλλευτικούς χώρους στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και δεύτερη σε ένταση και αδιάκοπη συνέχεια εξορύξεων μετά τη Λαυρεωτική. Οι επιδράσεις και οι επιπτώσεις από τη διαδικασία ανάκτησης του μαγνησίου διαπερνούν διαχρονικά όλες της πτυχές δράσης των τοπικών κοινωνιών και επηρεάζουν και τις μεταλλευτικές επιδόσεις της χώρας μας μέχρι και σήμερα.
Αν και δεν τηρήθηκαν όλες οι αρχές της ορθολογικής μεταλλείας στην περιοχή, ωστόσο η εκτεταμένη επιφανειακή εξόρυξη διαμόρφωσε μια νέα περιβαλλοντική πραγματικότητα. Αν ξεπεραστεί η ενδεχόμενη αποστροφή μας από την αναστάτωση του αναγλύφου, η οποία έχει επέλθει, μπορούμε να δούμε μια αναδυόμενη ευκαιρία, στους πλημμυρισμένους εξορυκτικούς κρατήρες. Να δομήσουμε μια άλλη προσέγγιση στην αποκαλούμενη βιομηχανική κληρονομιά της περιοχής. Η υπάρχουσα τεχνογνωσία, η ανταπόκριση σε νέα μοντέλα ανάπτυξης, η ανάγκη διασφάλισης κάθε υδροδυναμικού κεφαλαίου και η απόδοση στην περιοχή ενός Brant Name, ως απόδοση της ένταξης της περιοχής στον Διεθνή Θεσμό των Γαιοπάρκων της UNESCO, θα αποτελούσε θέσφατο ελπίδας και προοπτικής για τη μαρτυρική Βόρεια Εύβοια.
*Ο Γιάννης Παλάντζας είναι δρ. Φιλοσοφίας στο FU BERLIN, Δ/ντης Γενικού Λυκείου Λίμνης