Σύμφωνα με την έκθεση του British Council Artificial Intelligence and English Language Teaching: Preparing for the future (Τεχνητή Νοημοσύνη και Διδασκαλία Αγγλικών: Προετοιμασία για το μέλλον), οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν ότι υπάρχει ξεκάθαρη ανάγκη για μια σειρά συμφωνημένων ορισμών σχετικά με τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης στη διδασκαλία αγγλικών.
Απαραίτητη επίσης είναι μια αλλαγή στη στάση των μαθητών όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα παίρνει τη θέση του συνομήλικου, ή ακόμα ενός έξυπνου φίλου και όχι απαραίτητα ενός δασκάλου.
Εκτός από την ανάγκη καθορισμού συγκεκριμένων όρων για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στη διδασκαλία των αγγλικών, ειδικοί και υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων από 12 χώρες, μεταξύ των οποίων, εκπαιδευτικοί, κρατικοί εκπρόσωποι, ερευνητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκπρόσωποι ιδιωτικών φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και ειδικοί του χώρου της διδασκαλίας και της εκπαιδευτικής τεχνολογίας, οι οποίοι ρωτήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, επεσήμαναν ότι οι μαθητές θα πρέπει να καθοδηγούνται πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης κατά τη διάρκεια του μαθησιακού τους ταξιδιού, σύμφωνα πάντα με την έκθεση.
Οι μαθητές πρέπει να αναπτύξουν την ικανότητα άσκησης κριτικής απέναντι στα αποτελέσματα που τους παρέχονται και να βλέπουν την τεχνολογία περισσότερο ως συνεργάτη, ακόμη και ως έναν πραγματικά έξυπνο φίλο, και όχι απαραίτητα ως δάσκαλο.
Η δυνατότητα της τεχνητής νοημοσύνης για ανάπτυξη δεξιοτήτων
«Ποια θα ήταν, λοιπόν, η ιδανικότερη χρήση των εργαλείων που λειτουργούν με τεχνητή νοημοσύνη στο πλαίσιο της διδασκαλίας των αγγλικών;
Οι περισσότεροι ερωτηθέντες αναγνωρίζουν τις μεγάλες δυνατότητες για την ανάπτυξη παραγωγικών δεξιοτήτων (γραπτού και προφορικού λόγου) και το τεράστιο όφελος από τη δυνατότητα για ανατροφοδότηση που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη.
Η ευκαιρία εξάσκησης στον προφορικό λόγο και η λήψη εξατομικευμένης και προσαρμοσμένης ανατροφοδότησης αποτελεί σημαντική ανάγκη για τα εκπαιδευτικά συστήματα παγκοσμίως.
Οι περιορισμοί είναι ευρέως γνωστοί: η έλλειψη χρόνου μέσα στην τάξη για όλους τους μαθητές προκειμένου να εξασκηθούν επαρκώς, το είδος διδασκαλίας που αντιμετωπίζει τα αγγλικά ως περιεχόμενο και όχι ως δεξιότητα, η αδυναμία ενός και μόνο καθηγητή να ασκήσει εποικοδομητική κριτική και να προσφέρει συμβουλές σε κάθε μαθητή ξεχωριστά, η αντίληψη του μαθητή ότι η συνομιλία με έναν συμμαθητή που δεν είναι «καλός» στα αγγλικά, δεν είναι χρήσιμη για τη δική του γλωσσική εξέλιξη κλπ. Εάν η τεχνητή νοημοσύνη μπορούσε να ξεπεράσει πολλά ή όλα αυτά τα εμπόδια, η αλλαγή στις τάξεις, και, μετέπειτα, στα αποτελέσματα στην εκμάθηση των αγγλικών, θα ήταν σημαντική», σημειώνεται στην Έκθεση.