«Τα στοιχεία της φυσικής κίνησης του πληθυσμού που πρόσφατα δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ δίδουν μια μείωση τόσο των γεννήσεων όσο και των θανάτων το 2023 κατά 6% και 9% αντίστοιχα σε σχέση με το 2022 και ένα φυσικό ισοζύγιο αρνητικό κατά 56,6 χιλ., πολύ μικρότερο αυτού των 64,7 χιλ. της προηγούμενης χρονιάς», επισημαίνει με δήλωσή του στη «Ν», ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας και διευθυντής Ερευνών/ Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών.
Όπως σημειώνει, οι μειώσεις αυτές δεν εκπλήσσουν τους δημογράφους: η πτώση των θανάτων ήταν αναμενομένη μετά την «έκρηξή» τους εξαιτίας της πανδημίας, όπως αναμενομένη ήταν και αυτή των γεννήσεων, καθώς οι νεότερες γενεές που έρχονται σε ηλικία απόκτησης παιδιών (20-49 ετών) μετά το 1980 κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, ενώ ταυτόχρονα το πλήθος των ατόμων στις ηλικίες αυτές μειώνεται μετά το 2007 (2,37 εκατ. το 2007, 1,98 εκατ. το 2023).
Τίθεται δε όλο και με μεγαλύτερη έμφαση το ερώτημα αν είναι δυνατόν να αυξηθούν γεννήσεις και γονιμότητα των γενεών (ο αριθμός δηλαδή των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο τα νεότερα ζευγάρια).
Ο κ. Κοτζαμάνης υπογραμμίζει ότι «αν η αύξηση του μέσου αριθμού παιδιών που θα αποκτήσουν οι νεότερες γενεές τις αμέσως επόμενες δεκαετίες είναι εφικτή υπό όρους, η επιστροφή των γεννήσεων στα επίπεδα της δεκαετίας 2011-2020 (92 χιλ. ετησίως κατά μέσο όρο) είναι ανέφικτη, με δεδομένο και το ότι ο πληθυσμός των γυναικών 20-49 ετών θα μειώνεται συνεχώς μέχρι το 2050.
Για να μπορέσουμε να έχουμε όμως όχι 92 χιλ. γεννήσεις όπως το 2011-20 αλλά λίγο περισσότερες από 80 χιλ. ετησίως κατά μέσο όρο την επόμενη 26ετία, εκτός της επιβράδυνσης της μείωσης του πλήθους των 20-44 ετών χάρη σε ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο καθώς και αυτή της μέσης ηλικίας στη γέννηση των παιδιών τους, απαιτείται κυρίως μια ταχύτατη αύξηση του αριθμού των παιδιών που θα κάνουν οι νεότερες γενεές (από 1,45 παιδιά/γυναίκα όσες γεννήθηκαν γύρω από το 1985 σε 1,7-1,8 αυτές που γεννήθηκαν στα τέλη του 2010)».
Η αύξηση αυτή για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει, κατά τον κ. Κοτζαμάνη, «τη δημιουργία ενός ευνοϊκότατου περιβάλλοντος, που θα επιτρέψει στους νέους να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν στην ηλικία που το επιθυμούν, ενός περιβάλλοντος που δεν υπάρχει στη χώρα μας».
Προτάσεις μέτρων
Τα κυριότερα μέτρα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για να βελτιωθεί το δημογραφικό της χώρας θα πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του ανεξάρτητα από τη μορφή της.
Κατά τον Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας και διευθυντή Ερευνών/Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, τα μέτρα αυτά πρέπει να στοχεύουν κυρίως:
- Στη μείωση του (άμεσου ή έμμεσου) υψηλού οικονομικού κόστους που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός παιδιού.
- Στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή.
- Στην άρση των έμφυλων διακρίσεων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο.
- Στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι νέοι, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας.
- Στη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων τους.
- Στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας.
- Στη μερική έστω προστασία από κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον.