Τον νέο οδικό χάρτη του ελληνοτουρκικού διαλόγου ενόψει και της σύγκλησης στο τέλος του έτους του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, θα θέσουν κατά τη συνάντησή τους στη Ν. Υόρκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ταγίπ Ερντογάν, σύμφωνα με τον υπ. Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη, που υποστηρίζει ότι «στη συγκυρία αυτή, υφίσταται ένα παράθυρο ευκαιρίας ώστε να διασφαλιστεί μακρά ειρήνη στην περιοχή μας».
Ο κ. Γεραπετρίτης, μιλώντας στα «Νέα» τονίζει ότι «το γεγονός ότι, παρά τις σημαντικές διαφωνίες που υφίστανται, διατηρούνται ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας αποτυπώνει τη βούληση των μερών να εδραιώσουν την ηρεμία και τη σταθερότητα στη γειτονιά μας»,
Όπως αναφέρει, η Ελλάδα «προσέρχεται στον διάλογο επί του μόνου ζητήματος που μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με την αυτοπεποίθηση που της προσδίδει η αναβαθμισμένη διπλωματική της θέση».
«Η απόφαση ότι είναι ώριμες οι συνθήκες ώστε να εξουσιοδοτηθούν οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών να εξετάσουν αν υπάρχει περιθώριο εξεύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης εναπόκειται στους ηγέτες των δύο χωρών» σημείωσε.
Σχετικά με το Κυπριακό, ο κ. Γεραπετρίτης αναφέρει ότι «μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απραξίας και κατόπιν έντονης διπλωματικής δραστηριότητας της ελληνικής κυβέρνησης, σε σύμπνοια με την Κυπριακή Δημοκρατία, έχει επανέλθει στην πρώτη γραμμή της ατζέντας του ΟΗΕ».
Παράλληλα, προσθέτει, εντός της ΕΕ εξελίσσεται η συζήτηση περί ευρωτουρκικών σχέσεων, με αναφορά στο Κυπριακό, όπως καταγράφηκε στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Απρίλιο 2024. Σημειώνει δε ότι «η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δημιουργεί πιο εύφορο έδαφος».
«Είναι, εντούτοις, αυτονόητο ότι η επανεκκίνηση του διαλόγου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μόνιμης, δίκαιης και βιώσιμης λύσης για την επανένωση του νησιού δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει εκτός του πλαισίου των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Λύση χωρίς συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει, όμως συζήτηση που θέτει όρους εκτός του διεθνούς δίκαιου είναι μη αποδεκτή», τονίζει.
Αναφορικά με την παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, ο υπουργός Εξωτερικών σημειώνει πως ανεξάρτητα από την πολιτική στάση του καθενός, η Συμφωνία είναι διεθνές κείμενο δεσμευτικό για τα μέρη, το οποίο υπερισχύει κάθε διάταξης νόμου και δεν μπορεί να τροποποιηθεί μονομερώς.
«Εάν συνεχιστεί η παραβίαση του πυρήνα της Συμφωνίας, υφίστανται ασφαλιστικές δικλείδες τις οποίες η χώρα μας γνωρίζει άριστα. Η επιλεκτική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου έχει τίμημα».
Αναφορικά με τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, που χαρακτηρίζει την πιο ομαλή και πλέον ευημερούσα περίοδος της σύγχρονης ιστορίας, επισημαίνει πως «ο ρόλος της Νέας Δημοκρατίας ήταν κομβικός, αφού συνέβαλε καθοριστικά τόσο στην εδραίωση και εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών όσο και στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας».