Εκείνο το τραπέζι με τα σκαλιστά πόδια, το έφεραν λυμένο απ’ την Αφησιά. Τα τέσσερα ποδάρια του, ξεβιδωμένα, δεμένα μαζί και τυλιγμένα με κάποιο απ’ τα υφαντά της, δέθηκαν πάνω σε ένα απ’ τα μπαούλα τους. Το πάνω μέρος τυλίχτηκε μαζί με τις εικόνες, δεμένες πάνω του.
Μια βδομάδα πάνω στο κατάστρωμα του «Κωνσταντινούπολις», από την Αφησιά στο Λαύριο… Κι εκείνη σκεφτόταν τα δεμένα ποδάρια του τραπεζιού της, κάτω στο αμπάρι…
Νοικιάσανε στης κυρα-Αθηνάς. Στο Νυχτοχώρι ήταν το σπίτι. Ένα στενόμακρο χτίσμα, με μια στενόμακρη μικρή αυλή κι ένα μικρό λουτρό στο πλάι της. Δύο δωμάτια και κουζίνα. Τρία μπαούλα – όλο το βιος τους. Μόλις «ταχτοποιήθηκαν», η Διαλεκτή παρήγγειλε στον Γλαράκη ένα καινούριο ξύλο για το τραπέζι, με πλαϊνά φύλλα που άνοιγαν και μεγάλωνε (το άλλο είχε χιλιοχτυπηθεί στο αμπάρι). Το σκούπιζε μαλακά και το φρόντιζε με αγάπη.
Διαβάστε το άρθρο στο pontosnews.gr