Skip to main content

Ολλανδία: To μετεκλογικό σκηνικό και το μέλλον Ντέισελμπλουμ

του Γιώργου Δ. Παυλόπουλου
[email protected]

Η διαφαινόμενη παραμονή της ολλανδικής Κεντροδεξιάς στο τιμόνι της διακυβέρνησης και η ήττα του ακροδεξιού PVV του Γκέερτ Βίλντερς, που όμως κατέλαβε τη δεύτερη θέση, συνθέτουν την επιφάνεια του εκλογικού αποτελέσματος στις Κάτω Χώρες. Οι ολλανδικές κάλπες ωστόσο αναμένεται να προκαλέσουν μεσαίου μεγέθους πολιτικούς «μετασεισμούς» και ανακατατάξεις, επηρεάζοντας και τις διεργασίες γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα.

Η απώλεια εδρών για το μείζον κόμμα της συμπολίτευσης, το κεντροδεξιό VVD του απερχόμενου πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, δυσκολεύει την έτσι κι αλλιώς σύνθετη προσπάθεια σχηματισμού νέας κυβέρνησης, σε μια χώρα με «καθαρή» απλή αναλογική, όπου τα κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας αποτελούν κανόνα και όχι εξαίρεση.

«Γολγοθάς» για τον σχηματισμό κυβέρνησης

Με βάση υπολογισμούς αναλυτών, με 33 από τις 76 έδρες που χρειάζονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφο εμπιστοσύνης (σε σύνολο 150 εδρών), το κόμμα του κ. Ρούτε θα πρέπει να αναζητήσει τουλάχιστον άλλους τρεις (πιθανόν και τέσσερις) κυβερνητικούς εταίρους από το τόξο Κεντροδεξιάς – Κέντρου – Κεντροαριστεράς για να υπάρξει βιώσιμη λύση.

Δεδομένου ότι μετά τις εκλογές του 2012, τα δύο κυρίαρχα πολιτικά κόμματα, το VVD και το κεντροαριστερό PvdA χρειάστηκαν τρεις μήνες για να συμφωνήσουν σε κυβερνητικό πρόγραμμα και να ζητήσουν την ψήφο της Βουλής, το 2017 πολλοί αναλυτές «ποντάρουν» σε μία 5μηνη έως 7μηνη διαπραγμάτευση των όρων συγκρότησης κυβερνητικού συνασπισμού.

Άδηλο το μέλλον Ντέισελμπλουμ

Η κατάρρευση της συγκυβερνώσας Κεντροαριστεράς, από την οποία προέρχεται ο απερχόμενος υπουργός Οικονομικών της χώρας και επικεφαλής του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) Γερούν Ντέισελμπλουμ φαίνεται να επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι οι μικρότεροι κυβερνητικοί εταίροι, σε εποχές κοινωνικής δυσαρέσκειας και ανακατατάξεων, δέχονται δυσανάλογα μεγάλη πολιτική φθορά, όπως έδειξε το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών στη Μεγάλη Βρετανία το 2015.

Το PvdA κατρακύλησε από την δεύτερη στην έβδομη θέση και από τους 38 στους 9 βουλευτές. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα μοιάζει να «ψαλιδίζει» τις ελπίδες του Ντέισελμπλουμ για παραμονή στον θώκο του υπουργού Οικονομικών, καθώς και την προσπάθειά του να συνεχίσει τη θητεία του ως πρόεδρος του Eurogroup, παρά τη στήριξη που διαθέτει – προς το παρόν – από την πλευρά της Γερμανίας, οικονομικού «γίγαντα» της Ευρωζώνης.

Κι αυτό όχι γιατί δεν υπάρχει νομική φόρμουλα για την παραμονή του, ακόμη και αν αποχωρήσει από το ολλανδικό υπουργείο Οικονομικών. Αλλά κυρίως επειδή πιθανόν να τεθεί ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης της παραμονής του σε μια τόσο κομβική για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θέση, λόγω της κατάρρευσης των ποσοστών του PvdA, που μπορεί να εκληφθεί και ως πολιτική αποδοκιμασία του ίδιου του προέδρου του Eurogroup.

Πάντως, όπως δήλωσε ο Ντέισελμπλουμ μία ημέρα μετά την εκλογική συντριβή του κόμματός του, το θέμα θα εξεταστεί μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης στην Ολλανδία, δηλαδή μετά από μήνες, ενώ η θητεία του στην προεδρία του Eurogroup λήγει τον Ιανουάριο του 2018.

Ήττα ή επιτυχία της Ακροδεξιάς;

Η εκλογική ήττα της ολλανδικής Ακροδεξιάς αντιμετωπίστηκε με ανακούφιση στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ωστόσο, το εκλογικό σύστημα στην Ολλανδία απέκλειε έτσι κι αλλιώς την προοπτική μιας κυβέρνησης με οδηγό τις ανοικτά ξενοφοβικές και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς ολόκληρο το δημοκρατικό τόξο είχε αποκλείσει τη συνεργασία με τον Γκέερτ Βίλντερς.

Ωστόσο, το γεγονός ότι το PVV αναλαμβάνει ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια ευρωπαϊκή χώρα με μία από τις πλέον μακραίωνες δημοκρατικές παραδόσεις δεν δικαιολογεί πανηγυρισμούς ή εφησυχασμό στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες. Με δεδομένο μάλιστα ότι ο φιλελεύθερος Μαρκ Ρούτε αναγκάστηκε να κάνει επίδειξη έστω και μετριοπαθών αντιισλαμικών αντανακλαστικών κατά την προεκλογική περίοδο (τακτική στην οποία τον διευκόλυνε και ο Ταγίπ Ερντογάν), υιοθετώντας μέρος της ατζέντας Βίλντερς.

Η ολλανδική κοινωνία, άλλωστε, δεν αντιμετώπισε ίδιας έντασης πιέσεις σε σχέση με εκείνες που έχουν φέρει το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα σε Γαλλία, Ιταλία και δευτερευόντως στη Γερμανία σε δύσκολη θέση, κυρίως σε ό,τι αφορά την τρομοκρατία, το προσφυγικό και τα αποτελέσματα της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη.

Είναι ωστόσο ακριβώς οι συγκεκριμένες πιέσεις που οδηγούν σε ενδυνάμωση εθνολαϊκιστικών και αντιθεσμικών πολιτικών δυνάμεων σε Παρίσι, Ρώμη και Βερολίνο.