Ακόμη και τα μέλη της έδρας συγκίνησε με την κατάθεσή της η Μαρία Διονυσιώτη. Η μάρτυρας, η οποία έχασε μέσα σε μια στιγμή την κόρη της και τον εγγονό της στην πυρκαγιά στο Μάτι, συγκλόνισε με την κατάθεσή της.
«Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου… Εγώ, ο σύζυγός μου και ο γαμπρός μου, δεν ζούμε. Απλά υπάρχουμε. Είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε» είπε η κ. Διονυσιώτη στην κατάθεσή της στους δικαστές και περιέγραψε όσα έζησε εκείνη την αποφράδα ημέρα.
«Την ημέρα της πυρκαγιάς η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ένας μαύρος καπνός υπήρχε παντού, αέρας έντονος. Για να προστατευθώ είχα πάρει αγκαλιά μια κολόνα. Ψάχναμε μαζί με κόσμο και τον άντρα μου να βρούμε τη Μαργαρίτα. Δεν απαντούσε. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή» είπε η μάρτυρας για να συνεχίσει τη συγκλονιστική περιγραφή της:
«Εμείς είμαστε εκείνη την ώρα στην πλατεία της Ραφήνας και πήγε ένας φίλος μας στο λιμεναρχείο να τους πει να στείλουν ένα σκάφος να μαζέψει τη Μαργαρίτα. Μετά ξαναπήγε και του είπαν πως ήταν ενήμεροι αλλά οι βάρκες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν γιατί είχε πολλά βράχια. Τελικά ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον ‘Ευαγγελισμό’. Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Αντρέας, με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι. …».
Συνεχίζοντας η μάρτυρας αναφέρθηκε στην απώλεια της κόρης της. «Όταν γυρίσαμε στο σπίτι το πρωί αντικρίσαμε ένα σκηνικό που θύμιζε πυρηνικό πόλεμο. Ακόμα στο σπίτι μας υπήρχαν φλόγες και μικρές εστίες. Και το σπίτι μας ήταν σαν σκηνικό. Από μπροστά άθικτο και πίσω καμένο. Μετά από λίγο καιρό και αφού έγινε η κηδεία του μπέμπη είχα πάει στον Άγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και επιστρέφοντας έζησα το ίδιο σκηνικό. Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Αντρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη. Η Μαργαρίτα όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα ότι ευχαριστεί εμάς και τον άντρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το λιμεναρχείο στείλει βάρκες ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει. Αλλά κανένας δεν έκανε την δουλειά του. Μας εγκατέλειψαν, μας άφησαν στην τύχη μας. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει κάνει η ψυχή μου. Ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μετά την απώλεια του γιου μας ήταν το στήριγμά μας. Ο μπέμπης μας θα ζούσε και θα πήγαινε σχολείο…”
«Μας άφησαν να καούμε»
Στο δικαστήριο κατέθεσε και Χαράλαμπος Διονυσιώτης, που έχασε την κόρη του και τον εγγονό του. Ο μάρτυρας περιέγραψε τις προσπάθειες που έκανε για να σωθεί από την πυρκαγιά.
«Κάνεις από εσάς δεν πρόκειται να κατανοήσει αυτό που έζησα. Ήμασταν ανυπεράσπιστοι, μας άφησαν να καούμε. Ούτε η πυροσβεστική, ούτε το λιμενικό ούτε η αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κάνεις και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα προς το Μαραθώνα θα είχαμε λιγότερους νεκρούς. Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης (….) Είμαστε σίγουροι ότι οι 104 πέθαναν ακαριαία; Δεν είμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί τους διασώστες; Δεν έπρεπε άμεσα να τους βοηθήσουν που ουρλιάζανε οι εγκαυματίες στα μπαλκόνια; Μας εγκατέλειψαν όλοι και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο».
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη.
Naftemporiki.gr