«Ο πατέρας μου σήκωσε τα χέρια του ψηλά και λέει “Θεέ μου, συγχώρησέ με”. Γυρνάει στη μητέρα μου λέγοντας ‘σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα και όλους’. Αυτή ήταν και η τελευταία κουβέντα του»
Με αυτά τα λόγια η διασωθείσα από την φωτιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018 Ελένη Παπαποστόλου περιέγραψε στους δικαστές τη στιγμή που έβλεπε τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ιερέας, να πνίγεται μπροστά στα μάτια της.
«Πήγαμε στη θάλασσα, ερχόταν πολύ καυτός αέρας, ήταν πολύ ανησυχητικό όλο αυτό, το πρώτο μέλημά μου ήταν ο πατέρας μου, διότι είχε προβλήματα υγείας. Το σκηνικό άρχισε να γίνεται απειλητικό. Τον πατέρα μου τον είχαμε με μάσκα. Εκεί ακούγαμε απανωτές εκρήξεις, ουρλιαχτά, φωνές. Ήταν πόλεμος. Όλα έγιναν μαύρα. Η θάλασσα άρχισε να κάνει κυματισμούς. Δεν ήμασταν μακριά από την ακτή. Προσπαθούσαμε να μείνουμε στην επιφάνεια. Φώναζα για βοήθεια. Φωνάζαμε βοήθεια για να έρθει κάποιο φουσκωτό για να μας σώσουν. Προσπαθούσα να κρατήσω τον πατέρα μου στην επιφάνεια . Άκουσα τον πατέρα μου για πρώτη φορά να φωνάζει κι εκείνος βοήθεια. Είχαμε κουραστεί πολύ έκανα τα πάντα για να τον κρατήσω στην επιφάνεια. Κουράστηκα άρχισα να βουλιάζω. Τον άφησα για λίγο να πάρω μια αναπνοή, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά και κολυμπούσαμε. Πίναμε πολύ νερό. Ο πατέρας μου κάποια στιγμή, σήκωσε τα χέρια του ψηλά μέσα σε αυτή την δίνη και λέει “’Θεέ μου συγχώρησέ με”. Γυρνάει στη μητέρα μου λέγοντας “σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα και όλους” Αυτή ήταν η τελευταία του κουβέντα. Ακούστηκε ένας βρόγχος κι έφυγε από τη ζωή. Του έκλεισα τα μάτια. Είναι το αίσθημα ότι έχεις μπροστά σου κάτι και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», είπε η μάρτυρας φανερά συγκινημένη στο δικαστήριο.
Δίκη για το Μάτι: «Εμείς τα θύματα είμαστε καταδικασμένοι σε ισόβια κάθειρξη»
Δεμένο το ράσο στο χέρι της
Η κ. Παπαποστόλου αποφασισμένη να μην αφήσει τον πατέρα της στην θάλασσα είχε δέσει στην άκρη του αριστερού καρπού της, το ράσο του. Κρατώντας τον πατέρα της και δίνοντας κουράγιο στην μητέρα της κολυμπούσαν μαζί ελπίζοντας ότι θα έρθει βοήθεια.
«Τον κρατήσαμε μαζί μας. Τον γύρισα ανάποδα και έδεσα στην άκρη του αριστερού καρπού μου το ράσο. Έλεγα στην μητέρα μου « κρατήσου μαμά, ξεκουράσου και θα σε κρατάω εγώ . Μαμά πάμε κόντρα στα κύματα , κολύμπα…’Ασε με μου έλεγε με τον πατέρα σου και να σωθείς – όχι μαμά ή και οι τρεις μας ή κανένας, απαντούσα. Πηγαίναμε κόντρα στα κύματα.
Χαμογελούσα κι έλεγα είμαστε τόσο κοντά στην Ραφήνα, λιμεναρχείο, λιμενικό. Όλοι θα μπορούσαν να είναι εκεί. Δεν ήρθε κανείς. Αυτό σκεφτόμουν και χαμογελούσα.
«Δεν υπήρχε κανείς να παραλάβει την σορό του πατέρα μου»
Είδαμε μία βάρκα. Μας ανέβασε . Μας πήγε σε ένα καΐκι. Τον πατέρα μου τον έβαλαν σε μια κουβέρτα. Όταν φθάσαμε κατά τις 11 το βράδυ στο λιμάνι, δεν υπήρχε κανείς να παραλάβει τη σορό του πατέρα μου», είπε η μάρτυρας κλαίγοντας.
Ήταν ένα σκηνικό πολέμου
«Συνέβη 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων»
H Μαρία Αβραμίδου έχασε τη μητέρα, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της. «Είναι αδιανόητο πως αυτή η εθνική τραγωδία του 2018 συνέβη 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων», είπε η μάρτυρας η οποία είχε φύγει από το Μάτι για να επιστρέψει στην Αθήνα πριν φτάσει η φωτιά.
«Γύρω στις 6 και τέταρτο μιλάω με την αδελφή μου και ήταν σε πανικό, σε σοκ μου λέει “θα καεί το σπίτι” και μου το κλείνει. Μιλάω με τη μητέρα μου, είχαν πάρει τα αυτοκίνητα και είχαν μπλοκαριστεί στη λεωφόρο δημοκρατίας. Κάποια στιγμή μου λέει «τι είναι αυτό φωτιά» και μου το κλείνει. Θεώρησα ότι είναι υπερβολή της μαμάς μου», περιέγραψε η μάρτυρας. Ακούω ότι φέρνουν ανθρώπους στο λιμάνι της Ραφήνας και παίρνω μπουρνούζια και πετσέτες και κατευθυνόμαστε εκεί.
Προσπαθούσα να βρω κάποιον από δικούς μου. Γύρω στις δώδεκα με μία το βράδυ, βλέπω κάποιον γνωστό μου που βγαίνει από μία βάρκα και μου λέει υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω και εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως οι δικοί μου δεν θα σωθούν. Στις πέντε το πρωί οι τελευταίες βάρκες έφερναν τουρίστες ξένους και ρωτάω εάν θα φέρουν και άλλους. Μου λένε θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο λιμεναρχείο και τους δηλώνουμε αγνοούμενους», είπε.
Η μάρτυρας με κομμένη την ανάσα περιέγραψε το σκηνικό που αντίκρυσαν όταν μαζί με τον άλλον γιο της αδελφής της πήγε στο Μάτι.
«Το πρώτο που είδαμε ήταν καμένα αυτοκίνητα, αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου, η αγριότητα του τοπίου ήταν απερίγραπτη. Τα αυτοκίνητα των δικών μας ήταν άθικτα. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μέρες. Τελικά, ταυτοποιήθηκαν μέσω του DNA. Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, φοβόμουν μην κάνει κακό στον εαυτό του το άλλο παιδί της αδελφής μου, μην μπλέξει, ήταν όλα στάχτες η ζωή μας, έπρεπε να ξαναγεννηθούμε και να προχωρήσουμε. Είναι κάτι για εμάς που δε θα περάσει πότε, η ζωή μας έγινε πολύ χειρότερη σε όλους τους τομείς, είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό, κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη ημέρα», είπε ακόμη.
Ακούγαμε φωνές και ουρλιαχτά
Για μία μεγάλη έκρηξη έκανε λόγο στην κατάθεσή της η Αγγελική Παλαιολογοπούλου, η οποία δεν είχε καταλάβει ότι η φωτιά είχε πλησιάσει τόσο κοντά στην περιοχή.
«Για πολλή ώρα ακουγόντουσαν φωνές, ουρλιαχτά, δεν ήξερα τι να κάνω, με αρπάζει ένας άνθρωπος και μου λέει “καιγόμαστε, έλα”, ήξερα πως υπάρχει παραλία, κατέβηκα 60 σκαλοπάτια, κατεβαίνοντας μπουρλότιασε και αυτό» είπε στο δικαστήριο και πρόσθεσε πως περίμεναν βοήθεια αλλά δεν ήρθε ποτέ. Κάποια στιγμή είδαμε ένα αχνό φως και ακούσαμε από ντουντούκα ότι θα έρθουν δύο αλιευτικά» είπε η μάρτυρας.