Συγκλονιστικές ήταν για ακόμη μία ημέρα οι καταθέσεις στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Ιδιαίτερα φορτισμένη η Κάλλη Αναγνώστου, η πολυεγκαυματίας η οποία μαζί με το αγοράκι της 5,5 ετών υπέστησαν εγκαύματα πέμπτου βαθμού, συγκλόνισε το ακροατήριο περιγράφοντας τη φρίκη που έζησε μαζί με το παιδί της.
«Έχουμε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη εμείς που απλά κοιμόμασταν εκείνο το απόγευμα… Καταδικασμένοι στον πιο βάρβαρο θάνατο οι 104 και οι υπόλοιποι εγκαυματίες σε ισόβια κάθειρξη» είπε η μάρτυρας και αναφέρθηκε στις απεγνωσμένες προσπάθειες που έκανε με τον γιο της για να σωθούν.
«Έπρεπε να σκεφτώ τι θα κάνω με αυτό το πλάσμα. Τρέχω να του βρω τα ρούχα του. Την ώρα που ξαναγυρνώ, οι φλόγες είχαν μπει μέσα στο σπίτι. Που κάποιοι έλεγαν να παραμείνουμε. Τους συνέφερε. Για να μην μιλήσουμε. Διότι οι 104 νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν να πουν τι έγινε».
«Οι πρώτες φλόγες αρχίζουν και με καίνε στα χέρια και τα πόδια μου. Τρώω το πυροθερμικό. Πέφτει πάνω μου καίγεται η πλάτη μου. Φώναζε το παιδί: “μαμά μου καίγομαι, θα πεθάνω, σώσε με, δεν μπορώ”. Προσπαθώ να τον σηκώσω, είχα βάλει τα νύχια μου στην πλάτη του για να τον σηκώσω. Ουρλιάζει, προσπαθώ να μην του δείξω τον δικό μου τον πανικό, τον παρακαλάω να σηκωθούμε μαζί».
«Η φωτιά μας κυνηγούσε. Εγώ να καίγομαι, ένα μωρό να καίγεται η πλάτη του, τα πόδια του, να τρέχει σε μια κόλαση. Κανείς δεν φρόντισε να έρθει. Και βρεθήκαμε εμείς να τρέχουμε σαν τα ποντίκια μέσα στη φωτιά».
«Φώναζα στο παιδί να τρέξει, έκανα ότι δεν καταλάβαινα τι γινόταν, το έβλεπα στην ψυχούλα του, του έλεγα τρέξε, έκαιγαν τα ποδαράκια του, δεν το έπαιρνα αγκαλιά, θα καιγόμασταν κι εμείς», ανέφερε η μάρτυρας κλαίγοντας.
«Συνέχιζα να φωνάζω το όνομα του ενώ τον έβλεπα να καίγεται ζωντανός»
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση της Ζόι Κολαχαν, η οποία είχε έρθει για γαμήλιο ταξίδι και είδε τον άνδρα της να καίγεται μπροστά στα μάτια της.
«Δεν μας τηλεφώνησε κανείς, δεν μας προειδοποίησε κανείς, ούτε ένας συναγερμός. Το καταλάβαμε όταν έπιασε φωτιά ο κήπος. Κανείς δεν ήταν εκεί για να μας βοηθήσει. Σαν να ήμασταν εγκαταλελειμμένοι. Υπήρχε σκοτάδι, καπνός, μια φωτιά τόσο δυνατή που δεν ακούγαμε ο ένας τον άλλον» ανέφερε.
Στο δρόμο συνάντησαν πέντε παιδιά μόνα τους, όπως είπε. «Τα πήραμε μαζί μας και από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο με 3 ενήλικες. Ανοίξαμε την πόρτα και τα βάλαμε μέσα. Αλλά καταλάβαμε ότι δεν είχε χώρο για εμάς, οπότε μπήκαμε στο πορτμπαγκάζ. Οι φλόγες ερχόντουσαν πάνω στο αυτοκίνητο. Τα μαλλιά μου άρπαξαν φωτιά και έλιωναν στο πρόσωπο μου. Ό,τι είχε μείνει από το φόρεμα μου είχε πιάσει φωτιά. Και τότε το αμάξι συγκρούστηκε και ένα δέντρο έπεσε πάνω μας και κυρίως πάνω στο Μπράιαν. Το χέρι με το οποίο κρατούσα το αμάξι, είχε λιώσει και με το άλλο κρατούσα τον Μπράιαν. Μόλις τον άφησα έπεσε μέσα στη φωτιά και άρχισε να φωνάζει. Η τελευταία του κουβέντα ήταν “γιατί”. Συνέχιζα να φωνάζω το όνομα του ενώ τον έβλεπα να καίγεται ζωντανός. Και μετά έφυγε. Νόμιζα ότι ήμουν μέσα στο φέρετρο μου και θα τον συνοδέψω. Δεν ήθελα να ζήσω… Εκεί που καθόμουν ξαφνικά εμφανίστηκε κάποιος που φορούσε στολή πυροσβέστη και με πήρε μέσα από ένα τείχος φωτιάς».
«Κάθε νύχτα που κλείνω τα μάτια μου είμαι πίσω στο Μάτι. Μου λείπει ο Μπράιαν. Και το μόνο που βλέπω στα όνειρα μου είναι το Μάτι, πως χάνω τον Μπράιαν. Μπορεί να νομίζετε ότι 6 χρόνια είναι πολύς χρόνος αλλά για μένα το Μάτι είναι μια ισόβια καταδίκη».
«Νιώθω ότι μας κοροϊδεύουν όλους»
Ο Γώργος Καΐρης έχασε τη σύζυγό του. 21 χρόνια ήταν μαζί. Ήταν στο Νταού Πεντέλης όταν είδαν τους καπνούς , χωρίς να ενημερωθούν από κανέναν.
«Φωτιά δεν βλέπαμε πουθενά και αν υπήρχε αντιλαμβάνομαι ότι ήταν στον καπνό και δεν φαινόταν. Η γυναίκα μου, μου είπε ότι ήθελε να φέρει κάποια πράγματα από το σπίτι για να φύγουμε. Προσπαθώντας να μπω στο σπίτι καίγονταν τα πάντα. Δεν άκουγα την Τάνια».
«Είδα βανάκι της πυροσβεστικής και τον παρακαλούσα να πάμε να βρούμε την Τάνια. Σηκώθηκε κι έφυγε».
«Μετά από ώρες, μπαίνοντας στο σπίτι , εθελοντές δεν φθάσανε καλά-καλά στην κουζίνα και φωνάζει ο ένας στον άλλον “έχουν τελειώσει όλα, πάμε πίσω”. Εγώ άρχισα να ουρλιάζω. Με σήκωσαν με έβαλαν στο αυτοκίνητο και με κατέβασαν κάτω», κατέθεσε ο μάρτυρας και πρόσθεσε:
«Αυτό που δεν πρόκειται να φύγει από το μυαλό μου είναι ένας κίτρινος σάκος με την γυναίκα της ζωής μου. 21 χρόνια. Η γυναίκα αυτή με έμαθε να ζω, να αγαπάω. Άνοιξα το φερμουάρ και τη φίλησα στα παγωμένα χείλη. Ο ήχος με το φερμουάρ δεν πρόκειται να φύγει ποτέ».
«Έχουμε φτάσει σε μια δίκη για πλημμελήματα, είναι σαν να δικάζουμε μια ζημιά σε ένα αυτοκίνητο. Ντρέπομαι… δυστυχώς νιώθω ότι μας κοροϊδεύουν όλους. Έχουμε φτάσει σε μια δίκη όπου προσπαθούμε να κερδίσουμε το χρόνο για να μην παραγραφεί».
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.
naftemporiki.gr