Εντάξει, η «Ψίμυθος» ως νησί και προορισμός μπορεί να είναι αποκύημα διδικτυακής φαντασίας, κάποιοι να την πάτησαν περιγράφοντας τις… ωραίες στιγμές που πέρασαν εκεί και να προκλήθηκε μέχρι και μίνι πολιτική κόντρα– αλλά λεξικογραφικά ο ψίμυθος και το ψιμύθιον είναι, ως γνωστόν, υπαρκτές έννοιες.
Είναι αρχαιεολληνική λέξη και σημαίνει το φτιασίδι του προσώπου, ας το πούμε υπεραπλουστεύοντας το μακιγιάζ των αρχαίων.
Στο λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (Ιδρυμα Τριανταφυλλίδη) το ψιμύθιο ερμηνεύεται ως «η κρέμα και γενικότερα κάθε καλλυντικό που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό του προσώπου, δηλαδή το φτιασίδι».
Στη συντετμημένη έκδοση του λεξικού των Liddel και Scott το λήμμα λεξικογραφείται ως εξής: «ψιμύθιον ή ψιμμύθιον, Αιολ. ψημύθιον, (και ψιμίθιον και ψιμμίθιον), τό (ψίμυθος), λευκός μόλυβδος, που τον χρησιμοποιούσαν για να λευκαίνουν τα πρόσωπα».
Ο Αριστοφάνης, για παράδειγμα, στον «Πλούτο», βάζει τον Χρεμύλο να περιπαίζει μια ηλικιωμένη προτείνοντας να μην πλύνει το πρόσωπό της γιατί έτσι θα φύγουν όλα τα φτιασίδια και θα φανεί το γηρασμένο πρόσωπό της.
«οὐ δῆτ᾽, ἐπεὶ νῦν μὲν καπηλικῶς ἔχει·
εἰ δ᾽ ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον,
ψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη.»
Καθόλου, γιατί τώρα κάπως τρώγεται.
Μ᾽ αν πλυθεί και της φύγει το φκιασίδι,
θα φανούν του προσώπου της τα ράκη.