Θα πρέπει να ήμουν πάρα πολύ μικρός τον καιρό που ο κόσμος ήτανε παράδεισος, αφού όταν ξεκινούσαμε για την έξοχη το καλοκαίρι, ερχόντουσαν τ’ άλογα στην πόρτα μας κι ένα απ’ αυτά το φόρτωναν με δυο πελώρια καλάθια και μέσα στα καλάθια στρώναν κουβέρτες, σεντόνια, μαξιλάρια και βάζανε στο ένα τη μια αδελφή μου και στ’ άλλο εμένα.
Κι ύστερα ξεκινούσαν τ’ άλογα –τζου, τζου, οι αγωγιάτες– μπροστά η μητέρα, πίσω η γιαγιά, κι εγώ στο αναπαυτικό καλάθι μου, πότε κοιμόμουν τρισευτυχισμένος και πότε ξυπνούσα κι έβλεπα τα τόσα όμορφα και θαυμαστά του μαγικού εκείνου ταξιδιού, βουνά, φαράγγια, δέντρα, ποτάμια και γεφύρια –τζου, τζου– κι αλλού ολόκληρους ουρανούς από θεόρατα πλατάνια, βελανιδιές, νερά ολόδροσα που ξεπηδούσαν απ’ την γη και μυρουδιές ζαλιστικές που έφερνε ο αέρας απ’ τα χωράφια, τα καπνά, τις φουντουκιές, απ’ τα λουλουδισμένα δέντρα.
Διαβάστε περισσότερα στο pontosnews