«Ο Γρηγόρης μου, έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω η αστυνομία», φώναξε στους δικαστές στο Εφετείο η Βαρβάρα Φύτρου, η γυναίκα που έχασε τον σύζυγό της και τα δύο παιδιά της στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Στο οικόπεδο του Φράγκου, που έγινε το νεκροταφείο 28 ανθρώπων, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν, εγκλωβίστηκαν εκεί.
«Τις ευθύνες τις ξέρουν αυτοί που τις έχουν, μένει μόνο μέσα από τις διαδικασίες να αναγνωριστούν και να αποδοθούν. Είναι ένα τραγικό κακούργημα, μια δολοφονία. Έτσι νιώθω και έτσι είναι. Ζητώ να σταματήσει το κακό σε αυτή τη χώρα. Αυτοί που αναλαμβάνουν υπεύθυνες θέσεις να τις τιμούν. Δεν ξέρω ποιος έδωσε εντολές, ο πρωθυπουργός, κάποιος υπουργός, κάποιος άλλος; Θέλω να γίνει κάτι καλύτερο για το μέλλον και μόνο μέσω της παραδειγματικής τιμωρίας, μιας μεγάλης αλλαγής, θα μπορούσε να γίνει αυτό» υποστήριξε.
Η μαρτυρία της γυναίκας συγκλόνισε τους πάντες.
«Φώναζα τα ονόματα της Εβίτας, του Ανδρέα και του Γρηγόρη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να μας απαντήσει. Σαν να ήμασταν φαντάσματα, σε ένα νεκρικό τοπίο. Μαύρα όλα και μύριζε καμένη σάρκα. Μέσα στα αυτοκίνητα κάποιοι όγκοι. Είδα ανθρώπους καμένους και ανθρώπους ξαπλωμένους και εγώ ήλπιζα να μη δω και τους δικούς μου έτσι. Σε ένα μικρό στενό ήταν παρατημένο το αυτοκίνητο του συζύγου μου, άρχισα να φωνάζω πιο δυνατά, χωρίς να απαντάει κανείς. Δεν μπόρεσα να τους βρω… Άλλωστε ποιος να μου απαντήσει; Δεν ζούσε κανένας…», περιέγραψε και πρόσθεσε πως ο σύζυγός της υποχρεώθηκε από περιπολικό να επιστρέψει στο Μάτι με το αμάξι, ενώ πήγαινε στη Ραφήνα, πράγμα που τους οδήγησε κατευθείαν στη φωτιά.
«Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των φορέων, κάποιος… κάτι… δεν ενημερώσατε τους ανθρώπους μας να φύγουν, κινήθηκαν κατά βούληση. Ο Γρηγόρης μου έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω η αστυνομία», είπε.
Όπως είπε η μάρτυρας, υπάλληλος στο λιμεναρχείο τής έδειξε μία φωτογραφία της κόρης της, την οποία αναγνώρισε.
«Η υπάλληλος στο λιμεναρχείο με ενημέρωσε για μια φωτογραφία από ένα κορίτσι που έμοιαζε με την Εβίτα, αλλά δεν ήξερε αν θα άντεχα να τη δω. Είδα το κοριτσάκι και ήταν η Εβίτα μου. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όπως είχε στείλει ένα βίντεο το μεσημέρι που τραγουδούσε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε ζωή, δεν ήταν καμένη, ήταν με τα ρούχα και τα βραχιολάκια της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας περιγράψω τι ένιωσα, ήθελα να χαθεί και η δική μου ζωή. Έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο Φράγκου. Ο Γρηγόρης βρέθηκε καμένος, λίγο πιο πίσω ο Ανδρέας. Και η Εβίτα στην τελευταία προσπάθεια, έφυγε προς τα βράχια. Υπήρχαν άνθρωποι που την είδαν, σε μια τελευταία προσπάθεια πήδηξε και έπεσε στα βράχια, στην παραλία. Και ένας από αυτούς έτρεξε να δει, να δώσει μια βοήθεια και είδε το παιδί μου και κάλεσε την πυροσβεστική, αλλά δεν ήρθε κανείς. Και η Εβιτούλα μου ζούσε και της κρατούσε το χέρι, μέχρι που ξεψύχησε εκεί. Θα μπορούσα να είχα έστω ένα παιδί αν υπήρχε ενημέρωση, αν ένας λιμενικός, ένας πυροσβέστης… δεν ξέρω. Θα είχα το παιδί μου όπως κι αν ήταν, ζωντανό», είπε η Βαρβάρα Βουκάκη – Φύτρου, σκορπίζοντας θλίψη στο ακροατήριο.
Στην κατάθεσή τους, όλοι οι μάρτυρες είχαν έναν κοινό παρονομαστή: Την παντελή έλλειψη του κρατικού μηχανισμού.
«Ρώτησα έναν πυροσβέστη, “έχουμε θύματα στον Βουτζά;” και απάντησε “θα μάθετε από τα μέσα”. Δεν μας ενημέρωσαν ούτε ότι υπάρχει δυνατός άνεμος, τώρα τουλάχιστον χρησιμοποιούν το 112. Ούτε εναέρια μέσα, ούτε ενημέρωση, ούτε ειδοποίηση. Μόνο “αν θέλετε, μένετε ή φεύγετε…”».
Ευθύνες στον τότε δήμαρχο Ευάγγελο Μπουρνούς, ο οποίος μέσω των ΜΜΕ καθησύχαζε τους κατοίκους ότι δεν κινδυνεύουν από τη φωτιά επέρριψε ο Θεοφάνης Χατζησταματίου, ο οποίος προσπαθούσε να σωθεί από τις φλόγες μαζί με τον γιο του 5,5 ετών.
«Ο Μπουρνούς στις 6 παρά βγήκε και καθησύχασε τους ακροατές για να μη βγούμε στους δρόμους και εμποδίσουμε το έργο της πυροσβεστικής», κατέθεσε. «Υπήρχε σχέδιο δημοσίων σχέσεων για να πέσει το φταίξιμο στους κατοίκους. Ακούσαμε για παράνομη δόμηση, αλλά οι περισσότεροι πέθαναν σε κομμάτι εντός σχεδίου πόλεως. Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη για αυτή την απομάκρυνση. Προσπάθησαν να ρίξουν ευθύνη ότι έφταιγε ο καιρός, ήταν άστατος, αλλά όχι απρόβλεπτος. Ήταν προφανές ότι η φωτιά θα έμπαινε στην περιοχή. Αυτό που έγινε ήταν μια μη οργανωμένη απομάκρυνση, 3.000 κόσμος σώθηκε, γιατί έτρεξαν να ξεφύγουν. Δεν ζητήσαμε μια οργανωμένη απομάκρυνση, αλλά για αυτή τη μη οργανωμένη απομάκρυνση να μας ενημερώσουν νωρίτερα πού βρίσκεται η φωτιά».
naftemporiki.gr