Μεγάλη αστυνομική επιχείρηση σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από την Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας ανθρώπων, πρωινές ώρες της 8ης Ιουλίου στην Αθήνα, για τον εντοπισμό ταυτοποιημένων μελών εγκληματικής οργάνωσης, που εμπλέκεται στη διακίνηση αλλοδαπών και την παραγωγή ταξιδιωτικών εγγράφων.
Στο πλαίσιο της επιχείρησης αστυνομικοί της υπηρεσίας, με τη συνδρομή Ο.Π.Κ.Ε., συνέλαβαν πέντε αλλοδαπά μέλη (ηλικίας 39, 38, 36, 31 και 60 ετών) και σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία – κατά περίπτωση- για σύσταση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, κατοχή εγγράφων τρίτων προσώπων και παράβαση του Κώδικα Μετανάστευσης.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται άλλοι πέντε αλλοδαποί που υποστήριζαν τη δράση της οργάνωσης.
Στη διάρκεια της επιχείρησης, εντοπίστηκε και συνελήφθη 33χρονος αλλοδαπός που αναζητούνταν με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από τις αρχές της Γερμανίας, ως διακινητής παράνομων μεταναστών.
Πώς δρούσαν
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., η προανακριτική διερεύνηση του τρόπου δράσης του κυκλώματος, απέδειξε τον ακριβή σχεδιασμό και αποτύπωση ενός σχεδίου δράσης που συντάχθηκε από το αρχηγικό μέλος, που κατείχε ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην παράνομη διακίνηση, καθώς και την ανάληψη ρόλων από τα υπόλοιπα μέλη που με επιδεξιότητα χειρίζονταν τα καθήκοντα, τα οποία τους ανέθετε το διευθυντικό μέλος για την αριστοτεχνική υλοποίηση όλων των επιμέρους σταδίων της εγκληματικής δράσης.
Ειδικότερα, ο 39χρονος ηγέτης της οργάνωσης προέβη στη σύσταση νομιμοφανούς εταιρείας που ασχολούνταν με την πώληση τροφίμων και ακολούθως ενοικίασε χώρο, όπου προσχηματικά θα λειτουργούσε ως έδρα της επιχείρησης.
Στη συνέχεια, μετέτρεψε τον χώρο αυτόν σε εργαστήριο κατάρτισης-νόθευσης εγγράφων, εξοπλίζοντάς το με τις απαραίτητες πρώτες ύλες, αφού προηγουμένως είχε προμηθευτεί μεγάλη ποσότητα γνήσιων ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτων προσώπων διαφόρων χωρών, τα οποία κατά κύριο λόγο απασχολούν ως κλεμμένα ή απολεσθέντα.
Οι 3 μέθοδοι
Στον χώρο του εργαστηρίου εκτελούνταν τρεις μέθοδοι παραγωγής ταξιδιωτικών εγγράφων για τα πρόσωπα που επρόκειτο να διακινηθούν:
- Μέθοδος αντικατάστασης, η οποία συνίστατο στην αλλαγή της σελίδας στοιχείων και φωτογραφίας στο υπάρχον γνήσιο διαβατήριο.
- Μέθοδος «look alike», η οποία ακολουθείται στην περίπτωση που ο υπό διακίνηση αλλοδαπός προσομοιάζει στα χαρακτηριστικά του πραγματικού κατόχου του διαβατηρίου.
- Μέθοδος «εξ’ υπαρχής κατάρτισης», η οποία έγκειται στην κατάρτιση πλαστού ταξιδιωτικού εγγράφου.
Σημαντικό στάδιο για την αδιάλειπτη λειτουργία της οργάνωσης ήταν η αναζήτηση αλλοδαπών που επιθυμούσαν να εξέλθουν παράνομα από τη χώρα μέσω της αεροπορικής οδού σε ευρωπαϊκές χώρες και η σύναψη συνεργασίας με το εγκληματικό κύκλωμα.
Την αρμοδιότητα αυτή είχε αναθέσει ο αρχηγός στο 60χρονο μέλος, που είχε αναπτύξει ένα ιδιαίτερο κοινωνικό προφίλ, διατηρώντας έναν ευρύ κύκλο επαφών και διασυνδέσεων στα στέκια που σύχναζαν αλλοδαποί που επιθυμούσαν να εξέλθουν από τη χώρα.
Οι πληρωμές
Όσον αφορά τις χρηματικές συναλλαγές των υπό διακίνηση αλλοδαπών με το κύκλωμα, η εγκληματική οργάνωση προσέφερε τη δελεαστική προς τους πελάτες «διαδρομή» πληρωμής, χωρίς ίχνη, τόσο για την προστασία τους, όσο και τη διασφάλιση της αποδέσμευσης του ποσού που κατέβαλλαν, αφού ολοκληρωθεί η μετάβαση στη χώρα που επιθυμούν.
Οι πληρωμές λάμβαναν χώρα σε καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας, όπου 36χρονο μέλος της οργάνωσης είχε τον ρόλο του διαμεσολαβητή «hawaladar».
Υπήρχε η επιλογή μεθόδου πληρωμής, μέσω του εξωτραπεζικού συστήματος διακίνησης χρημάτων «hawala», το οποίο στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των αποστολέων, παραληπτών και διαμεσολαβητών «hawaladar» που ενδεχομένως βρίσκονται σε διαφορετικές πόλεις ή χώρες.
Επιπλέον, η εγκληματική οργάνωση προσέφερε και τη δυνατότητα πληρωμής με τη μέθοδο «guarantee», όπου ο αλλοδαπός κατέθετε χρήματα στο «hawaladar» που σε αυτήν την περίπτωση διαδραμάτιζε ρόλο εγγυητή και λάμβανε ένα χαρτί που περιείχε έναν μυστικό κωδικό.
Με την επιτυχή ολοκλήρωση της μετάβασής του στον τελικό προορισμό, ο αλλοδαπός αποκάλυπτε τον κωδικό στα μέλη της οργάνωσης και εν συνεχεία τα μέλη παραλάμβαναν τη χρηματική αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχαν.
Ο «hawaladar» διατηρούσε ένα ανεπίσημο τετράδιο εντός της καφετέριας, όπου καταγράφονταν όλα τα δεδομένα στην αραβική γλώσσα, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη την άμεση αποκρυπτογράφηση του περιεχομένου σε περίπτωση ελέγχου.
Αφού ολοκληρώνονταν τα στάδια του εφοδιασμού με το απαραίτητο ταξιδιωτικό έγγραφο και η απαραίτητη συναλλαγή, η εγκληματική οργάνωση τοποθετούσε τους υπό διακίνηση αλλοδαπούς προσωρινά σε «safe houses» αν και διαβιούσαν στην Αθήνα, πριν τη μεταφορά τους στο αεροδρόμιο από τα μέλη της οργάνωσης την ημέρα της πτήσης που είχαν δρομολογήσει.
Αυτό, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ, δείχνει την επαγγελματική οργάνωση του κυκλώματος για να εξασφαλίσει τη μη υπαναχώρηση των υπό διακίνηση αλλοδαπών στον παράνομο ανταγωνιστικό χώρο της αγοράς.
Στη συνέχεια, οι αλλοδαποί μεταφέρονταν στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, όπου τα μέλη της οργάνωσης τους συνόδευαν και καθοδηγούσαν σε όλα τα στάδια ελέγχου στο περιβάλλον του αεροδρομίου, έως την άφιξή τους στην πύλη αναχώρησης της πτήσης.
Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονταν κυμαίνονταν από 3.000 έως 15.000 ευρώ, βάσει του προορισμού και των ενδιάμεσων σταθμών.
Σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη του τρόπου δράσης αποτέλεσε η αποτροπή 5 περιπτώσεων διακίνησης αλλοδαπών από το εγκληματικό αυτό δίκτυο, από τους αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αερολιμένα Αθηνών.
Από τις έρευνες στην οικία-εργαστήριο, στην καφετέρια και στις οικίες τους, κατασχέθηκαν πλήθος διαβατηρίων, δελτίων ταυτότητας, αδειών διαμονής και αδειών ικανότητας τρίτων προσώπων διαφόρων χωρών, εξοπλισμός πρόσφορος για την κατάρτιση και νόθευση των εγγράφων, 5.595 ευρώ, 1.773 δολάρια, 80 λίρες Αγγλίας και 300 LEU Μολδαβίας, πλήθος τραπεζικών καρτών, αποκομμάτων και εγγράφων χρηματικών συναλλαγών, σημειωματάρια με σχετικά δεδομένα και το «επιχειρησιακό» αυτοκίνητο της οργάνωσης.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκαν σε ανακριτή.