Ένταση στην τελική ευθεία του προεκλογικού αγώνα στην Ολλανδία προσδίδει η όξυνση στις ολλανδοτουρκικές σχέσεις. Από την πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να επωφεληθεί τόσο ο Ολλανδός πρωθυπουργός Ρούτε όσο και ο ακροδεξιός Βίλντερς.
Όπως παρατηρεί η Deutshe Welle, η πολιτική αντιπαράθεση με την Τουρκία μπορεί να αποδειχθεί προεκλογικό δώρο της τελευταίας στιγμής για τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε. Η απαγόρευση προεκλογικών ομιλιών δύο Τούρκων υπουργών σε ολλανδικό έδαφος τις προηγούμενες ημέρες εν όψει του τουρκικού δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση του Συντάγματος βοήθησε τον Ρούτε να καλλιεργήσει την εικόνα ενός ισχυρού πολιτικού.
Αν και επισήμανε ότι η Ολλανδία επιθυμεί την αποκλιμάκωση, κατέστησε παράλληλα σαφές ότι «δεν δεχόμαστε εκβιασμούς» από την τουρκική πλευρά. Η στάση του Ολλανδού πρωθυπουργού ενδέχεται να δώσει περαιτέρω ώθηση στο συντηρητικό φιλελεύθερο Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD). Το κόμμα προηγείτο στις τελευταίες δημοσκοπήσεις εν όψει των αυριανών κοινοβουλευτικών εκλογών με 16%, ποσοστό που του έδινε την πρώτη θέση στο εξαιρετικά κατακερματισμένο ολλανδικό πολιτικό τοπίο.
Ωστόσο, η στάση του απέναντι στην Τουρκία δεν είναι το μοναδικό διαπιστευτήριο για τον Μαρκ Ρούτε. Ο Ολλανδός πρωθυπουργός οδήγησε τη χώρα του εκτός οικονομικής κρίσης, η οικονομία κινείται με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2% και η ανεργία κυμαίνεται μόλις στο 5%.
Πάντως η δημοτικότητα του Ρούτε είναι εξαιρετικά χαμηλή, γεγονός που αποτελεί τροχοπέδη και για το κόμμα του. Αιτία για την κακή δημόσια εικόνα του είναι οι δεσμεύσεις για κοινωνικές παροχές στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του, τις οποίες όμως αθέτησε. Οι περικοπές για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών τα προηγούμενα χρόνια είχαν επίσης σοβαρό πολιτικό κόστος για τον Ρούτε.
«Ελπίδα για τους Ευρωπαίους λαϊκιστές» ο Βίλντερς
Ο βασικός ανταγωνιστής του Ολλανδού πρωθυπουργού, ο ακροδεξιός Γκέερτ Βίλντερς, φαίνεται πάντως να έχει χάσει τη δυναμική που είχε το προηγούμενο διάστημα. Στο τέλος του περασμένου μήνα τα ποσοστά δημοτικότητάς του άρχισαν να πέφτουν και το Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) υποχώρησε τρεις ποσοστιαίες μονάδες πίσω από το κυβερνών φιλελεύθερο κόμμα του Ολλανδού πρωθυπουργού.
Η στρατηγική που επέλεξε ο Βίλντερς να μην πραγματοποιεί δημόσιες προεκλογικές εμφανίσεις με το επιχείρημα της προσωπικής του ασφάλειας και ακεραιότητας φαίνεται ότι δεν λειτούργησε υπέρ του. Ο ίδιος πάντως έσπευσε να αντλήσει οφέλη από την αντιπαράθεση με την Τουρκία, εξαπολύοντας ρητορικές επιθέσεις κατά της Άγκυρας.
Ο διεθνής τύπος χάρισε με πλήθος άρθρων του -για το αμφιλεγόμενο παρελθόν του Βίλντερς, τις ύποπτες πηγές χρηματοδότησής του και τη σταδιακή ριζοσπαστικοποίησή του – μεγάλη δημοσιότητα στον ακροδεξιό πολιτικό, ο οποίος παρουσιάστηκε ως απειλή για την Ευρώπη και ελπίδα για τους Ευρωπαίους λαϊκιστές.
Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι 87% των Ολλανδών εναντιώνονται στον Γκέερτ Βίλντερς, γεγονός που καθιστά σαφές ότι η δυναμική του δεν επαρκεί για να γίνει καταλύτης ανατρεπτικών εξελίξεων στην Ευρώπη.
Βάσει δημοσκοπήσεων έξι κόμματα μπορούν να ελπίζουν σε διψήφιο ποσοστό ψήφων. Για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα χρειαστεί η σύμπραξη τουλάχιστον τεσσάρων από αυτά. Αξιοσημείωτο είναι ότι κανένα κόμμα δεν είναι πρόθυμο να συνασπιστεί με τον Βίλντερς. Ένας πιθανός συνασπισμός είναι η συνεργασία του κεντρώου κόμματος D66, των Χριστιανοδημοκρατών, των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων (GroenLinks). Οι τελευταίοι μάλιστα ξεχωρίζουν για τη ραγδαία αύξηση της δημοτικότητάς τους, η οποία πιστώνεται στον επικεφαλής τους Γέσε Κλάβερ, τον νέο «πολιτικό αστέρα» στην Ολλανδία με ρίζες από το Μαρόκο και την Ινδονησία.
Ο Κλάβερ μοιάζει με τον Καναδό πρωθυπουργό Τζάστιν Τριντό, τάσσεται εμφατικά υπέρ μιας ανοιχτής και φιλόξενης Ολλανδίας, και κατά του Γκέερτ Βίλντερς, ενώ με το μήνυμά του για ειρηνική συμβίωση έχει καταφέρει να κινητοποιήσει κατά κύριο λόγο ψηφοφόρους νεαρής ηλικίας.