Δεν είναι δα μυστικό ότι οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται ιδιαίτερα τα μέσα ενημέρωσης – όπως συμβαίνει άλλωστε με θεσμό που ασκεί ή ελέγχει κάποιου είδους εξουσία. Αλλά το να βρίσκονται στην τελευταία θέση της σχετικής κατάταξης, στην έρευνα του Reuters Institute, “Digital News Report” είναι πράγματι εντυπωσιακό – και θα πρέπει μάλλον να προβληματίσει. Γιατί οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται τα μέσα; Γιατί τα θεωρούν σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενα.
4 στους 10 αποφεύγουν τις ειδήσεις: «Είναι καταθλιπτικές ή… βαρετές»
Όπως θα πρέπει ευρύτερα να ανησυχήσει τα μέσα παγκοσμίως η τάση ολοένα και περισσότερων νθρώπων να γυρίζουν την πλάτη στις ειδήσεις, καθώς τις θεωρούν από καταθλιπτικές και αμείλικτες έως βαρετές. Πριν δούμε λοιπόν τι συμβαίνει στη χώρα μας, ας δούμε την εικόνα διεθνώς. Και αυτή μας σκιαγραφεί μία κρίση… ενδιαφέροντος.
Σχεδόν 4 στους 10 (39%) ανθρώπους παγκοσμίως δήλωσαν ότι μερικές φορές ή συχνά αποφεύγουν ενεργά τις ειδήσεις, όταν το ποσοστό το 2017 ήταν δέκα μονάδες χαμηλότερο, στο 29%. Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή εκτιμάται ότι συνέβαλαν στην επιθυμία των ανθρώπων να αποφύγουν τις ειδήσεις. Η επιθυμία αυτή να μείνει κάποιος μακριά από τα νέα είναι σε επίπεδα – ρεκόρ.
Έρχεται μάλιστα σε μια εποχή που δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο προσέρχονται στις κάλπες για εθνικές και περιφερειακές εκλογές. Αν και οι εκλογές αύξησαν το ενδιαφέρον για τις ειδήσεις σε λίγες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, η συνολική τάση παραμένει σταθερά πτωτική, σύμφωνα με τη μελέτη.
Πτώση σχεδόν 20 μονάδων στο ενδιαφέρον για τις ειδήσεις μέσα σε 7 χρόνια
Σε όλο τον κόσμο, το 46% των ανθρώπων δήλωσε φέτος ότι ενδιαφέρεται πολύ ή εξαιρετικά για τις ειδήσεις, έναντι ποσοστού 63% το 2017.
Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς των γεωπολιτικών εντάσεων, η παροχή έγκυρης, ανεξάρτητης δημοσιογραφίας παραμένει πιο σημαντική από ποτέ, και όμως σε πολλές από τις χώρες που καλύπτονται στην έρευνα του Reuters τα μέσα ενημέρωσης αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο από την αυξανόμενη παραπληροφόρηση, τη χαμηλή εμπιστοσύνη, τις επιθέσεις από πολιτικούς, και ένα αβέβαιο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, παρατηρούν οι συντάκτες της έκθεσης, οι οικονομικές προκλήσεις έχουν καταστήσει ακόμη πιο δύσκολο για τα μέσα ενημέρωσης να αντισταθούν στις πιέσεις από ισχυρούς επιχειρηματίες ή κυβερνήσεις που θέλουν να επηρεάσουν την κάλυψη και να ελέγξουν το κυρίαρχο αφήγημα, που παρουσιάζεται στην κοινή γνώμη.
«Επίθεση» από social media και μηχανές αναζήτησης
Δεν υπάρχει μία μοναδική αιτία για αυτήν την κρίση. Είναι σε εξέλιξη εδώ και καιρό και επιδεινώνεται από τη δύναμη και τις μεταβαλλόμενες στρατηγικές αντίπαλων, που προωθούν μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, social media, μηχανές αναζήτησεις και πλατφόρμες βίντεο.
Ορισμένες πλατφόρμες πλέον περιορίζουν ρητά τις ειδήσεις και το πολιτικό περιεχόμενο, ενώ άλλες έχουν αλλάξει την εστίαση από τους εκδότες σε «δημιουργούς» και προωθούν πιο διασκεδαστικές και ελκυστικές μορφές για να κρατήσουν την προσοχή του κοινού.
Αυτές οι ιδιωτικές εταιρείες δεν έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στις ειδήσεις, αλλά καθώς πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν πλέον πολλές από τις πληροφορίες τους μέσω αυτών των ανταγωνιστικών πλατφορμών, αυτές οι αλλαγές έχουν συνέπειες όχι μόνο για τη βιομηχανία ειδήσεων, αλλά και για τις κοινωνίες μας.
Σε όλα τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν και οι ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη (AI), που προς το παρόν φαίνεται να φέρνουν περισσότερες προκλήσεις παρά ευκαιρίες για τα ειδησεογραφικά μέσα.
Πέφτει το Facebook, ανεβαίνουν YouTube και TikTok
Σε πολλές χώρες, ειδικά εκτός Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, διαπιστώνετατ σημαντική περαιτέρω μείωση στη χρήση του Facebook για ειδήσεις και αυξανόμενη εξάρτηση από μια σειρά εναλλακτικών λύσεων, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμογών ιδιωτικών μηνυμάτων και των δικτύων βίντεο. Η κατανάλωση ειδήσεων στο Facebook μειώθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, σε όλες τις χώρες, τον τελευταίο χρόνο.
Η χρήση ειδήσεων σε διαδικτυακές πλατφόρμες κατακερματίζεται, με έξι δίκτυα να αγγίζουν τώρα τουλάχιστον το 10% των ερωτηθέντων, σε σύγκριση με μόλις δύο πριν από μια δεκαετία. Το YouTube χρησιμοποιείται για ειδήσεις σχεδόν από το ένα τρίτο (31%) του παγκόσμιου δείγματος, το WhatsApp κατά περίπου το ένα πέμπτο (21%), ενώ το TikTok (13%) έχει ξεπεράσει το Twitter (10%), το οποίο έχει πλέον μετονομαστεί X, για το πρώτη φορά.
Η κυριαρχία του βίντεο
Σε σχέση με αυτές τις αλλαγές, το βίντεο γίνεται πιο σημαντική πηγή διαδικτυακών ειδήσεων, ειδικά στις νεότερες ηλικιακές ομάδες. Τα βίντεο σύντομων ειδήσεων έχουν πρόσβαση στα δύο τρίτα (66%) του δείγματος της έρευνας κάθε εβδομάδα, με μεγαλύτερες μορφές να προσελκύουν περίπου το ήμισυ (51%).
Στην Ελλάδα το 71% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι καταναλώνει ειδήσεις μέσω βίντεο σύντομης διάρκειας τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.
Ανησυχίες αξιοπιστίας και εμπιστοσύνη
Οι ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο διάκρισης μεταξύ αξιόπιστου και αναξιόπιστου περιεχομένου σε διαδικτυακές πλατφόρμες είναι υψηλότερες για το TikTok και το X. Και οι δύο πλατφόρμες έχουν φιλοξενήσει παραπληροφόρηση ή θεωρίες συνωμοσίας γύρω από γεγονότα, όπως ο πόλεμος στη Γάζα και η υγεία της Κέιτ Μίντλετον, καθώς και «deep fake» φωτογραφίες και βίντεο.
Καθώς οι publishers ασπάζονται τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, εντείνεται και η καχυποψία για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ειδικά για «σκληρές» ειδήσεις, όπως η πολιτική ή ο πόλεμος. Υπάρχει μεγαλύτερη άνεση με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης σε δευτερεύουσες εργασίες, όπως η μεταγραφή και η μετάφραση, με το κοινό να θέλει την AI να βοηθά και όχι να υποκαθιστά τους δημοσιογράφους.
Η εμπιστοσύνη στις ειδήσεις (40%) παρέμεινε σταθερή τον τελευταίο χρόνο, αλλά εξακολουθεί να είναι τέσσερις μονάδες χαμηλότερη συνολικά από ό,τι ήταν στο απόγειο της, κατά την πανδημία του Covid-19l. Η Φινλανδία παραμένει η χώρα με τα υψηλότερα επίπεδα συνολικής εμπιστοσύνης (69%), ενώ η Ελλάδα (23%) και η Ουγγαρία (23%) έχουν τα χαμηλότερα επίπεδα, εν μέσω ανησυχιών για αδικαιολόγητα μεγάλη πολιτική και επιχειρηματική επιρροή στα μέσα ενημέρωσης.
Η αγορά των media στην Ελλάδα
Η ελληνική αγορά μέσων ενημέρωσης χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, υψηλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για ειδήσεις και τη χαμηλότερη εμπιστοσύνη παγκοσμίως, λόγω της πολιτικής πόλωσης και των ανησυχιών για αθέμιτη επιρροή από πολιτικούς και ισχυρούς επιχειρηματίες.
Η χρονιά που πέρασε χαρακτηρίστηκε μια φορά και πάλι με την πόλωση των συζητήσεων για το σχέση πολιτικής και ΜΜΕ. Αυτό εντάθηκε λόγω της παρατεταμένης εκλογικής περιόδου, που διήρκεσε από τον Μάρτιο έως τον Οκτωβρίο, με 4 εκλογικές αναμετρήσεις για βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου κυβέρνηση και αντιπολίτευση προωθούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα αφηγήματα για την ελευθερία του Τύπου και ευρύτερα την κατάσταση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στη χώρα.
Η κυβέρνηση επικαλείται τον Economist που αναβάθμισε την Ελλάδα από «ελαττωματική» σε «πλήρη» δημοκρατία για πρώτη φορά από το 2008. Η αντιπολίτευση επικαλείται τις χαμηλές πτήσεις στον δείκτη Index Freedom Press των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (RSF) και πρόσφατο ψήφισμα που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο οποίο εκφράζονται ανησυχίες για το κράτος δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Δείτε ολόκληρη την έρευνα του Reuters Institute
reuters