Τoυ Νικόλα Φαραντούρη, καθηγητή Ευρωπαϊκού Δικαίου και Δικαίου Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, συμβούλου Ευρωπαϊκής Πολιτικής του προέδρου ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., υποψήφιου ευρωβουλευτή με τον ΣΥΡΙΖΑΠ.Σ.
Η ΚΑΤΑΣΥΚΟΦΑΝΤΗΜΕΝΗ κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα με υπουργό Εξωτερικών τον Νίκο Κοτζιά -πέρα από τα υπόλοιπα επιτεύγματά της, με κορυφαίο την έξοδο από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια- έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται υπερήφανη και δικαιωμένη για τον χειρισμό των εθνικών θεμάτων -του Μακεδονικού, αλλά και του Κυπριακού- με επωφελή τρόπο για τον ελληνισμό.
Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ της Συμφωνίας των Πρεσπών, μάλιστα, αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις αν ληφθεί υπόψη ότι
πολεμήθηκε από σχεδόν σύσσωμη την αντιπολίτευση, η οποία σε ένα ρεσιτάλ εθνολαϊκισμού απαιτούσε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να μη συμβιβαστεί επί συμβιβασμών στους οποίους είχαν ήδη προχωρήσει προηγούμενες κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Λες και η Ελλάδα είχε καταλάβει στρατιωτικά τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία και λες κι αν ακόμα κι αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα ήταν βιώσιμη μια συμφωνία η οποία θα είχε στηριχθεί πάνω στον εξευτελισμό του ενός από τα δύο μέρη.
ΥΣΤΕΡΑ από την επικράτηση του VMRO στις προεδρικές εκλογές στη γειτονική χώρα γίνεται ολοφάνερη η εθνικώς επιζήμια επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να βάλει στον πάγο τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία τώρα επικαλείται, η εφαρμογή της οποίας θα είχε φέρει τη Βόρεια Μακεδονία στην αγκαλιά της Ελλάδας κι όχι της Τουρκίας.
Πέρα από πολλά άλλα, ο πρωθυπουργός αποκρύβει από την ελληνική κοινή γνώμη ότι ένα από τα πρωτόκολλα συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία που δεν φέρνει στη Βουλή προς επικύρωση εδώ και πέντε χρόνια αφορά την επιτήρηση του εναέριου χώρου του βόρειου γείτονα από την Ελλάδα. Γι’ άλλη μια φορά, ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να υπηρετήσει το κομματικό κι όχι το εθνικό συμφέρον. Γι’ άλλη μια φορά απέδειξε πόσο ανάξιος είναι της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού.
Ο κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ούτε τα μνημόνια έφερε προς κύρωση, φοβούμενος τις ακροδεξιές παραφυάδες του, ούτε συνεκλήθη ποτέ το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, το οποίο θα οδηγούσε στη συνομολόγηση δεκάδων νέων συμφωνιών, ούτε διεθνή πίεση άσκησε ώστε να διασφαλίσει ότι η Βόρεια Μακεδονία θα υλοποιούσε τις υποχρεώσεις της για σχολικά βιβλία, εμπορικά σήματα, διαβατήρια και πινακίδες αυτοκινήτων. Επέλεξε την αδράνεια, η οποία έχει στοιχίσει στη χώρα μας πολύ δαπανώντας πολύτιμο γεωπολιτικό κεφάλαιο. Ακόμα και τώρα αρνείται να φέρει προς κύρωση στη Βουλή τα πρωτόκολλα με επιχειρήματα που θα έκαναν πρωτοετείς φοιτητές να γελάνε.
ΤΟ ΙΔΙΟ μοτίβο επαναλαμβάνεται στα Ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό, το οποίο ο πρωθυπουργός έχει περιθωριοποιήσει στο πλαίσιο της μυστικής του διπλωματίας με τον Ταγίπ Ερντογάν. Η Ι.Χ. εξωτερική πολιτική του δεν έχει προτεραιότητα το εθνικό συμφέρον, ενδεχομένως ούτε καν το κομματικό. Έχει ως προτεραιότητα να υπηρετήσει ένα καθεστώς που λειτουργεί προσωποπαγώς και ιδιοτελώς.
Σε αυτό το καθεστώς θα στείλει μήνυμα ηχηρό ο ελληνικός λαός στις 9 Ιουνίου, επιβραβεύοντας παραλλήλως τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, μεταξύ άλλων και για το γεγονός ότι προτίμησε το πολιτικό κόστος από την υπονόμευση του εθνικού συμφέροντος. Κι αυτή είναι διαχρονικά η πλέον ουσιώδης ειδοποιός διαφορά των δημοκρατικών δυνάμεων αυτού του τόπου.