Skip to main content

Μαρτυρία Αγάπης Βασιλειάδου: «Εθαρρείς και ο Θεόν εκαταρέθε μας»

Χορός σε οροπέδιο της Ίμερας, έξω από την Αργυρούπολη (φωτ.: Βιβλιοθήκη Μνήμης της «Καθημερινής», «Η Έξοδος», τόμος Ζ')

Η μάνα της σκοτώθηκε από μια νάρκη στα χωράφια όπου δούλευε, κι εκείνη εκτός από την ορφάνια και το διωγμό είχε να αντιμετωπίσει και μια μητριά «πολλά κακέσα»

Η Αγάπη Βασιλειάδου γεννήθηκε στο Λερί (Λερίμ-Κόας), μια ομάδα ελληνικών οικισμών οι οποίοι βρίσκονταν σε απόσταση 1-3 χλμ ο ένας από τον άλλον. Επρόκειτο για τους οικισμούς Κυριακάντων ή Καρακοτύλ, Αντωνάντων, Λιβερτάντων, Θαγαράντων, Μουρουτζάντων, Φαρχανάντων, Σαπρανάντων, Παπαδάντων, Μαστροράντων, Ναλπαντάντων, Αχραντέν και Τσακουστάντων, οι οποίοι εκκλησιαστικά υπάγονταν στη μητρόπολη Χαλδίας και Χερροιάνων.

Οι κάτοικοι της περιοχής –12 μαχαλάδες με 120 σπίτια, περίπου 700 άτομα– ήταν Έλληνες και μιλούσαν ποντιακά. Υπήρχαν συνολικά έξι εκκλησίες και μια επτατάξια αστική σχολή.

Οι τεχνίτες, κυρίως γανωτζήδες, ταξίδευαν κατά τους χειμερινούς μήνες στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, ώστε να εξασκήσουν την τέχνη τους. Όσοι παρέμεναν στο Λερί, ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.