Η εξέλιξη της ιδιωτικής κατανάλωσης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επίδοση της ελληνικής οικονομίας το 2024, καθώς διαχρονικά αντιπροσωπεύει περί τα 2/3 του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας, όπως τονίζουν μεταξύ άλλων οι αναλυτές της Αlpha Bank. Ενώπιον της πρόκλησης της προσέλκυσης των καταναλωτών, που βιώνουν συνεχή οικονομική πίεση λόγω πληθωρισμού και γεωπολιτικών συνθηκών, παρά την αύξηση της απασχόλησης και την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού, βρίσκεται το λιανικό εμπόριο.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η καταναλωτική πίστη αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 3,8%, τον Ιανουάριο 2024, και κατά 4,4% τον Φεβρουάριο. Αντίθετα, ο δείκτης κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,3%, τον Ιανουάριο, ενώ ο δείκτης όγκου (δηλαδή ο κύκλος εργασιών σε σταθερές τιμές) μειώθηκε εντονότερα κατά 8,9%.
Μείζονες αγορές
Οι προθέσεις των καταναλωτών για πραγματοποίηση μειζόνων αγορών υποχώρησαν ελαφρώς το πρώτο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το προηγούμενο, αλλά βελτιώθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο. Μεταξύ των ηλικιακών ομάδων, το ισοζύγιο απαντήσεων ήταν υψηλότερο το πρώτο τρίμηνο του έτους για τους καταναλωτές ηλικίας 30-49 ετών και κατέγραψε τη μεγαλύτερη άνοδο σε ετήσια βάση, ενώ περισσότερο απαισιόδοξοι παρουσιάστηκαν οι καταναλωτές ηλικίας 65 ετών και άνω. Σε ό,τι αφορά στη διάκριση ανά επίπεδο εκπαίδευσης, οι προθέσεις για διενέργεια μειζόνων αγορών επιδεινώθηκαν οριακά σε ετήσια βάση για τους αποφοίτους πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και βελτιώθηκαν σημαντικά για τις υπόλοιπες κατηγορίες, όπως επίσης και για όλες τις κατηγορίες επαγγελμάτων, με τη μεγαλύτερη άνοδο να καταγράφεται στα τεχνικά επαγγέλματα.
Τα ισοζύγια απαντήσεων για την πραγματοποίηση μειζόνων αγορών και τις προθέσεις των καταναλωτών για αποταμίευση παραμένουν πάντως σε αρνητικό έδαφος. Η πορεία των δύο δεικτών, κατά το τελευταίο έτος, ωστόσο, αντανακλά μικρότερη απαισιοδοξία σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Ωστόσο, οι προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών κατέγραψαν επιδείνωση, το πρώτο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023, με το ισοζύγιο απαντήσεων να απέχει σημαντικά από τις υψηλές επιδόσεις που σημειώθηκαν στο δεύτερο μισό του 2019. Το πρώτο τρίμηνο του 2024 οι προβλέψεις των καταναλωτών αναφορικά με την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά και τα επίπεδα εκπαίδευσης, με τη μεγαλύτερη πτώση να καταγράφεται σε νέους 16-29 ετών και αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αντίστοιχα.
Βάσει της κατηγοριοποίησης του επαγγέλματος η μεγαλύτερη επιδείνωση στις προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών το επόμενο δωδεκάμηνο σημειώθηκε από εργαζόμενους του πρωτογενούς τομέα, ενώ λιγότερο απαισιόδοξοι παρουσιάζονται τα διοικητικά στελέχη και οι ασκούντες επιστημονικά, καλλιτεχνικά και τεχνικά επαγγέλματα.
Αυξημένες αφίξεις
Οι ελπίδες λοιπόν τόσο του κλάδου του λιανικού εμπορίου αλλά και άλλων κλάδων της οικονομίας βασίζονται στην πορεία του τουρισμού. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις και αφίξεις αυξήθηκαν κατά 27,1% και 16% σε ετήσια βάση, αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, τον Φεβρουάριο, οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) και στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας ήταν κατά 21,6% και 12,1%, αντίστοιχα, περισσότερες από τις αντίστοιχες περυσινές, ενώ οι κρατήσεις αεροπορικών θέσεων από τις κύριες αγορές ήταν αυξημένες, στο τέλος Φεβρουαρίου, κατά 7,5% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Αντίστοιχα θετική ήταν και η εικόνα τον Μάρτιο, με τις διεθνείς τουριστικές αφίξεις στον ΔΑΑ να αυξάνονται κατά 23,5% σε ετήσια βάση.
Το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι επιχειρηματικές προσδοκίες στις υπηρεσίες εστίασης και στα ξενοδοχεία συνέχισαν την έντονα ανοδική τους πορεία, ενώ στα ταξιδιωτικά πρακτορεία, γραφεία οργανωμένων ταξιδιών κ.λπ. παρουσίασαν επιδείνωση σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2023. Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι, τον Μάρτιο, οι επιχειρηματικές προσδοκίες στους εν λόγω τρεις κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό παρουσίασαν σημαντική αύξηση σε σχέση με τον Φεβρουάριο, με τις προσδοκίες στις υπηρεσίες εστίασης να βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
«Υβριδική» η νέα πραγματικότητα
Για μια νέα πραγματικότητα που αναδύεται στο λιανικό εμπόριο και πηγάζει αφενός από την ευκολία που προσφέρει το ηλεκτρονικό εμπόριο και αφετέρου από την ευχαρίστηση που προσφέρουν τα παραδοσιακά καταστήματα μίλησαν οι συμμετέχοντες στη θεματική συζήτηση «The Future of Consumer Landscape: The Way Forward», στο πλαίσιο του 9ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών. Τα φυσικά καταστήματα παραμένουν ισχυρά, τόνισε ο κ. Δημήτρης Βαλαχής, διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Φουρλής, ωστόσο ο καταναλωτής έχει απαιτήσεις από το brand και όχι από το κανάλι από το οποίο αγοράζει. Το ταξίδι της αγοράς μπορεί να ξεκινήσει από το φυσικό κατάστημα και να ολοκληρωθεί ηλεκτρονικά και το αντίθετο.
Σύμφωνα με την Βάλια Αρανίτου, καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το «υβριδικό κατάστημα» πρόκειται για έναν συνδυασμό καταναλωτικής εμπειρίας σε φυσικό και ψηφιακό περιβάλλον. «Το υβριδικό κατάστημα θα κυριαρχήσει» εκτίμησε, προσθέτοντας ότι «η βόλτα στα μαγαζιά είναι πιθανόν να ολοκληρώνεται με ηλεκτρονική αγορά». Επίσης συμπλήρωσε πως σήμερα το 65% των Ελλήνων καταναλωτών χρησιμοποιούν και κάρτα, την ώρα πριν την πανδημία το ποσοστό αυτό βρισκόταν στο 45%. Το ποσοστό εκτινάσσεται στους νέους, ωστόσο υπάρχει ακόμα ένα 30% των Ελλήνων που χρησιμοποιεί μόνο μετρητά. Σε αυτό το πλαίσιο καταλυτικός παράγοντας είναι ο έλεγχος της εμπειρίας του πελάτη end to end. Η περαιτέρω ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και των συναφών με αυτό ψηφιακών εργαλείων μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων και ειδικά τη συνδυαστική ανάπτυξη του τομέα του εμπορίου και της φιλοξενίας.
Ειδικότερα, όπως τόνισε στο πρόσφατο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ο Γιώργος Τσόπελας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Ελλάδας και Κύπρου της McKinsey & Company, οι ελληνικές εταιρείες είναι κατά 2,6 φορές λιγότερο παραγωγικές από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Στις μικρότερες επιχειρήσεις, που αποτελούν το 95% της ελληνικής οικονομίας, το κενό φτάνει στις 3,8 φορές. «Αν δεν αρχίσουμε σοβαρά την ψηφιοποίηση, δεν θα μπορέσουμε να γεφυρώσουμε αυτό το χάσμα» προειδοποίησε ο κ. Τσόπελας, λέγοντας πως «παρά τη μεγάλη πρόοδο, αν δείτε τους διαφορετικούς δείκτες όπου καταγράφεται η θέση της Ελλάδας θα απογοητευτείτε. Είμαστε ακόμα πολύ πίσω». Σε έρευνά της η McKinsey για τα πλεονεκτήματα της ανάπτυξης του ψηφιακού μάρκετινγκ και του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα προχώρησε σε μια άσκηση «από κάτω προς τα πάνω», εξετάζοντας το λιανικό εμπόριο και τη φιλοξενία. Η έρευνα έδειξε ότι αν οι ελληνικές επιχειρήσεις, όλων των μεγεθών, προχωρήσουν κατά ένα βήμα μπροστά θα προσθέσουν 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ ή 2,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας σε έναν ορίζοντα 5ετίας. Συγκεκριμένα μόνο για τον τομέα της φιλοξενίας το κέρδος ανέρχεται στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στο μικροεπίπεδο της επιχείρησης η έρευνα διαπίστωσε ότι η μετάβαση από το πρώιμο στο ενδιάμεσο στάδιο ωριμότητας στο digital marketing και το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι μία μικρή επένδυση που αποφέρει μεγάλα οφέλη. Για παράδειγμα, σε ένα μικρό ξενοδοχείο μία επένδυση ύψους 1.500-2.000 ευρώ αποφέρει ετήσια κέρδη 2.500-3.300 ευρώ από εξοικονόμηση κόστους και αύξηση των εσόδων. «Αν η Ελλάδα δεν λύσει τα προβλήματα της παραγωγικότητας δεν θα μπορέσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς 3%-4% αλλά με πολύ πιο αργούς» τόνισε ο κ. Τσόπελας, συμπληρώνοντας ότι για την ψηφιοποίηση απαιτούνται τέσσερις προϋποθέσεις:
- πρώτον, η προσέλκυση ταλέντων και reskilling,
- δεύτερον, να μάθουν οι επιχειρήσεις τα πλεονεκτήματα που φέρνει η ψηφιακή μετάβαση,
- τρίτον, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πελατών για την ασφάλεια των συναλλαγών και
- τέταρτον, η εισαγωγή κινήτρων όπως οι φοροαπαλλαγές και η προώθηση των ηλεκτρονικών προμηθειών.