Α. Από την αρχή της συζήτησης για την νομοθετική αναγνώριση παραρτημάτων ξένων ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα ένα ερώτημα πλανάται στην ατμόσφαιρα, με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Με ποιο κριτήριο επελέγη μία τόσο αμφιλεγόμενη, (τουλάχιστον…) νομοθετική ρύθμιση, ενώ εφέτος συμπληρώνεται πενταετία από την προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση, που επιτρέπει την μόνη θεσμικά καθαρή και συνταγματικά επιτρεπτή αντιμετώπιση του ζητήματος; Το ερώτημα τέθηκε επανειλημμένα και σε όλους τους τόνους, από πολλές πλευρές, αλλά πειστική απάντηση δεν δόθηκε. Διότι δεν φαντάζομαι ότι η κυβέρνηση έχει αξίωση να πιστέψουμε ότι πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη εκλογική της νίκη –και αφού μεσολάβησε μία αλλοπρόσαλλη και πλήρως αποτυχημένη πολιτική από την προκάτοχο του σημερινού υπουργού– την έπιασε ξαφνικά ένας τόσο έντονος μεταρρυθμιστικός οίστρος, που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλα τρία χρόνια, προκειμένου να δοθούν οι επιβαλλόμενες ολοκληρωμένες και συναινετικές λύσεις.
Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα;
Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.
Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις (Φ. Σπυρόπουλου[1], Ευ. Βενιζέλου – Β. Σκουρή[2], Ν. Αλιβιζάτου[3] και Α. Μανιτάκη[4]) με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).
Β. Το ζήτημα βέβαια της καθιέρωσης ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν τίθεται για πρώτη φορά. Από την δεκαετία του ’90 το σημερινό κυβερνών κόμμα το θέτει διαρκώς σε όλες τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, είναι ότι κανένας από τους επιφανείς νομικούς που ανέλαβαν (με προεξάρχοντα τον τ. πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο[5]) το βάρος της υποστήριξης των σχετικών προτάσεων, δεν διανοήθηκε να ισχυρισθεί ότι θα μπορούσε να γίνει μία τόσο σημαντική αλλαγή χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. Εξ άλλου, και η έως τώρα νομολογία του ΣτΕ δεν αφήνει κανένα σχετικό περιθώριο, με σαφέστατες και κατηγορηματικές διατυπώσεις (Βλ. ενδεικτικά τις πρόσφατες ΣτΕ 922/2023, 1789/2023, που επαναλαμβάνουν όλες τις σχετικές προηγούμενες, και πρβλ. την σχετική Ανακοίνωση των Διοικητικών Δικαστών, 12.2.2024). ενώ χαρακτηριστικές το σημείο αυτό είναι οι μαχητικές πρόσφατες τοποθετήσεις αφ’ενός της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ Μαρίας Καραμανώφ[6] και αφ’ετέρου του (εμβληματικού) πρώην Yπουργού Δικαιοσύνης και Συμβούλου Επικρατείας, Γιώργου Κουβελάκη[7].
Τα παράδοξα, όμως, δεν σταματούν εδώ. Δεν έφτασε το ότι οι επιστημονικές απόψεις υπέρ των κυβερνητικών επιδιώξεων έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία –δεδομένης και της απολυτότητάς των περισσότερων από αυτές– αλλά ξεκίνησε και μία συστηματική προσπάθεια να πεισθούν όλοι, κόμματα και κοινή γνώμη, όχι μόνον ότι αυτή είναι η ορθή συνταγματικά άποψη αλλά και ότι είναι κρατούσα[8], υπολογίζοντας μάλλον στην ευρύτατη προβολή της από τα «καθεστωτικά» μέσα της διαπλοκής…
Ωστόσο, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελε η κυβέρνηση. Πολύ γρήγορα ξεκίνησαν οι πρώτες έντονα κριτικές παρεμβάσεις (ιδίως από τους Κ. Μποτόπουλο[9], Ιφ, Καμτσίδου[10], Π. Λαζαράτο[11], Κ. Γιαννακόπουλο[12], Γ. Κατρούγκαλο[13] Δ. Σαραφιανό[14], που απαντούσαν πειστικά και εμπεριστατωμένα, σημείο προς σημείο, στις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν με την κοινή δήλωση οκτώ καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου (Αλκ. Δερβιτσιώτης, Γ. Δρόσος, Ακρ. Καϊδατζής, Ιφ. Καμτσίδου, Ξεν. Κοντιάδης, Παν. Μαντζούφας, Γ. Σωτηρέλης, Κ. Χρυσόγονος), που συνόψισε όλη την προηγηθείσα επιχειρηματολογία για την αντισυνταγματικότητα του νομοσχεδίου[15] ως εξής:
«Με αφορμή ορισμένες γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις συναδέλφων, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η πλειονότητα των καθηγητών συνταγματικού Δικαίου τάσσεται αναφανδόν υπέρ της συνταγματικότητας των κυβερνητικών σχεδίων για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Αισθανόμαστε λοιπόν την ανάγκη να δηλώσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.
Διευκρινίζουμε ότι η τοποθέτησή μας απέναντι στην ως άνω αντίθετη προς το Σύνταγμα ερμηνεία δεν οφείλεται σε πολιτική αντίθεσή μας ως προς τη λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, επί της οποίας καθένας από εμάς διατηρεί τη προσωπική του άποψη υπέρ ή κατά, αλλά στην υποχρέωσή μας να προασπίσουμε την τήρηση του Συντάγματος. Άλλωστε, σε τριάμισι χρόνια από τώρα είναι δυνατόν να έχει ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση, οπότε το ζήτημα της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να τεθεί ευχερώς στην ορθή συνταγματική του βάση».
Την σκυτάλη πήρε στη συνέχεια η Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών, με «Υπόμνημα επί του ν/σ «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου–Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» (εν συνεχεία της σχετικής επιστημονικής εκδήλωσης που έγινε στο ΔΣΑ, 15.2.2024)» Το Υπόμνημα αυτό, που υποβλήθηκε στην Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων και το υπογράφουν, ως μέλη του ΔΣ, πέντε καθηγητές Ευρωπαϊκού Δικαίου (Αστ. Πλιάκος, Χ. Τσιλιώτης, Αντ. Μεταξάς, Μαν. Περάκης, Β. Χατζόπουλος), κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος αλλά με πολύ πιο αναλυτική θεωρητική επεξεργασία, καταρρίπτοντας, ιδίως, σε όλα τα κρίσιμα σημεία, την αξιοπιστία των γνωμοδοτήσεων στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου[16]:
«1. Η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης, στην οποία εμπίπτει και το ζήτημα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, εμπίπτει στις κρατικές αρμοδιότητες. H αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων είναι θεμελιώδης και δεν επιτρέπεται η καταστρατήγησή της. 2. Η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τα κράτη μέλη υπόκειται στην τήρηση θεμελιωδών ενωσιακών αρχών, όπως η αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων, η αρχή της αναλογικότητας και η αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς όμως να μπορεί να εξουδετερώνεται και να καθίσταται άνευ νοήματος η κατανομή αρμοδιοτήτων. 3. Δεν υφίστανται ενωσιακοί κανόνες πρωτογενούς ή παραγώγου δικαίου, ή διεθνών συμφωνιών συναφθεισών από την Ένωση, που να ρυθμίζουν την οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης στα κράτη μέλη, απονέμοντας μάλιστα δικαιώματα σε ιδιώτες, σύμφωνα με τους οποίους να υπάρξει ερμηνεία των αντίστοιχων εθνικών κανόνων…
Το Ενωσιακό δίκαιο, λόγω της κατανομής αρμοδιοτήτων με τα ΚΜ, ικανοποιείται πλήρως με την… επαγγελματική αναγνώριση. Η ακαδημαϊκή αναγνώριση κείται εκτός των αρμοδιοτήτων της ΕΕ: ούτε μπορεί να τη θεσμοθετήσει, ούτε μπορεί να την απαιτήσει…
Κατά συνέπεια, δεν χωρεί σύμφωνη ερμηνεία του άρθρου 16 Σ με ενωσιακούς κανόνες ή αρχές που να ρυθμίζουν τα εν λόγω ζητήματα, διότι, αφενός τέτοιοι κανόνες δεν υφίστανται, και αφετέρου η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 16 Σ δεν προσκρούει στις θεμελιώδεις εκείνες αρχές του ενωσιακού δικαίου, που διέπουν την άσκηση ακόμη και των παρακρατηθεισών από τα κράτη μέλη αρμοδιοτήτων».
Ακολούθησε και νέος κύκλος τοποθετήσεων, από τον Ξ. Κοντιάδη[17], την Βασ. Χρήστου[18], την Ιφ. Καμτσίδου[19], τον Αντ. Μεταξά[20], τον Κ. Γιαννακόπουλο[21] και τον Γ. Δρόσο[22], με κοινό παρονομαστή την κατάφωρη αντισυνταγματικότητα του κυβερνητικού νομοσχεδίου αλλά και την στηλίτευση των συμπαρομαρτουσών μεθοδεύσεων, ανακολουθιών και τροποποιήσεων επί τα χείρω.
Με όλες αυτές τις αντιδράσεις, στις οποίες πρέπει να συνυπολογισθούν και αυτές της Μαρ. Καραμανώφ και του Γ. Κουβελάκη, που προαναφέρθηκαν, κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική, τόσο στον χώρο του συνταγματικού και του διοικητικού όσο κι στον χώρο του ευρωπαϊκού δικαίου, ακόμη και αν θεωρήσουμε επιστημονικές και όχι πολιτικές –όπως τις θεωρώ με τα δικά μου κριτήρια– τις θέσεις που εξέφρασαν οι Π. Πικραμένος[23], Γ. Καμίνης[24] και Α. Λοβέρδος[25]. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι Σπ. Βλαχόπουλος, Γ. Δελλής, οι οποίοι, όταν έγιναν οι αρχικές εξαγγελίες, άφηναν μεν κατ’αρχήν –και υπό προϋποθέσεις– κάποια περιθώρια για την πλέον μετριοπαθή εκδοχή των μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων[26] (που τελικά υιοθέτησε ο υπουργός) πλην όμως απέφυγαν επιμελώς, στην συνέχεια, να τοποθετηθούν ad hoc –από όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον– ως προς το αν το συγκεκριμένο πλέον νομοσχέδιο, ιδίως μετά και τις τροποποιήσεις του, πληροί τις προϋποθέσεις συνταγματικότητας που έθεσαν[27]. Αντίθετα ο Χ. Ανθόπουλος[28], παρότι υπεισήλθε ακροθιγώς μόνο στον γενικότερο προβληματισμό, εξέφρασε έντονους συνταγματικούς προβληματισμούς για το νομοσχέδιο, εστιάζοντας κατά βάση στην μη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Χαρακτηριστική επίσης υπήρξε η σχετική τοποθέτηση του Γ. Σαρμά, τον οποίο επικαλέσθηκαν όλοι όσοι απέβλεψαν στην διευκόλυνση των σχεδίων της κυβέρνησης, παραπέμποντας σε παλαιότερη πράγματι αξιόλογη πλην όμως γενική και προσανατολισμένη μονομερώς στο ευρωενωσιακό δίκαιο μελέτη του[29]. Ωστόσο, σε μία πρόσφατη ad hoc πλέον παρέμβασή του[30] εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για τον αν μπορεί μια τέτοια ρύθμιση να περάσει από το Συμβούλιο Επικρατείας, θεωρώντας, εν κατακλείδι, πιο πιθανή εκδοχή να την κρίνει συνταγματική μόνο ως προς την ρύθμιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, δηλαδή να αποδεχθεί μία παραλλαγή των σήμερα ισχυόντων… [31]
Όταν λοιπόν κατακάθισε ο κουρνιαχτός, έγινε φανερό ότι η επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος, παρά την σκανδαλώδη προβολή από τα μέσα και τους δημοσιογράφους της διαπλοκής, είχε πενιχρά αποτελέσματα. Αποδείχθηκε ότι από τον χώρο της επιστήμης κανείς σχεδόν, πλην των γνωμοδοτησάντων που προαναφέρθηκαν, δεν βλέπει θερμά το εγχείρημα της κυβέρνησης. Άντε να προσθέσουμε και την της Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα[32] και τους δύο (Βλαχόπουλο, Δελλή) που δείχνουν ανοχή, και αυτήν υπό αυστηρές προϋποθέσεις, κατά τα προεκτεθέντα. Όλοι οι άλλοι, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα, είναι απέναντι… Είναι η κρατούσα γνώμη… Και σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται όλοι σχεδόν οι εν ενεργεία καθηγητές Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου… για να μην υπάρχουν παρανοήσεις…
Γ. Έκρινα σκόπιμο να προβώ σε αυτήν την αναλυτική ανασκόπηση της έως τώρα επιστημονικής αντιμετώπισης του θέματος, διότι καλό είναι να ομιλούμε καθαρά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον διάλογο που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης». Σημασία έχει όχι μόνον να αξιολογούμε κάποιες επιστημονικές απόψεις, in abstracto, αλλά και να τις εντάσσουμε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διατυπώνονται, ώστε να έχουμε μία πλήρη εικόνα των πολλαπλών συμπαραδηλώσεων από τις οποίες καθορίζεται ή έστω απλώς επηρεάζεται ο επιστημονικός λόγος. Ιδίως δε όταν αυτός ο λόγος παρακάμπτει τόσο απροκάλυπτα ένα συνταγματικό άρθρο, η διατύπωση του οποίου δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο παρανοήσεων ως προς τα ισχύοντα, όπως τονίζουν όλοι όσοι αμφισβητούν την συνταγματικότητα του νομοσχεδίου. Παραθέτω:
“Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση”. «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».
«Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».
Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;
Δεν σκοπεύω βέβαια να επαναλάβω τα επιχειρήματα όλων όσοι έχουν συμβάλει στην προσπάθεια υπεράσπισης της αξιοπιστίας του Συντάγματος. Έχουν ειπωθεί όλα και μάλιστα με αξιοσημείωτη ενάργεια και πληρότητα αλλά και με αρκετό –και ευπρόσδεκτο– πάθος. Το μόνο που θα επιχειρήσω, συνοψίζοντας κατά κάποιον τρόπο τα κρισιμότερα σημεία των έως τώρα επιστημονικών αντιδράσεων, για τις αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης και την θεωρητική τους κάλυψη, είναι να αναδείξω τις συγκεκριμένες κερκόπορτες μέσω των οποίων επιχειρείται η παράκαμψη του Συντάγματος:
Η πρώτη είναι η επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις». Η επιχειρηματολογία αυτή γενικώς και υπό προϋποθέσεις έχει θεωρητική βάση[33]. Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει, όταν προβάλλεται λίγο πριν συμπληρωθεί η πενταετής προθεσμία για να εκκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία στη συνέχεια μπορεί να ολοκληρωθεί αμέσως μετά τις επόμενες εκλογές… Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα για την «προσαρμογή» του Συντάγματος στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα, με τις απαιτούμενες συναινέσεις και χωρίς να το τραυματίσουμε ανεπανόρθωτα για την ικανοποίηση, απλώς, ιδιωτικών συμφερόντων. Διότι φυσικά κανένας δεν είναι δυνατόν να πεισθεί ότι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι να βάλει όριο στην ασυδοσία των κολλεγίων (στο «eldorado», όπως το αποκάλεσε) όταν είναι γνωστό ότι ο σύλλογός τους όχι μόνον δεν τρόμαξε από τους λεονταρισμούς αλλά αντίθετα ζήτησε και γνωμοδότηση προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης των κυβερνητικών σχεδίων…
Η δεύτερη κερκόπορτα, είναι το “επαυξημένο Σύνταγμα”, που επικαλούνται οι Σκουρής-Βενιζέλος (ό.π.). Είναι μια αντίληψη που εντάσσεται στην πραγμάτευση του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού»[34] και απηχεί, ειδικότερα, την θεωρία της «συνταγματοποίησης», την οποία εισήγαγαν ιδίως κάποιοι διεθνολόγοι, προκειμένου να μας πείσουν ότι η παραδοσιακή έννοια του Συντάγματος, ως απόρροιας της λαϊκής κυριαρχίας, έχει διαχυθεί πλέον σε όργανα υπερεθνικά, ακόμη και με ελάχιστη ή καθόλου δημοκρατική νομιμοποίηση, οι κανόνες των οποίων υπερισχύουν ή, σε κάθε περίπτωση, σχετικοποιούν πολλαπλώς το Σύνταγμα. Η αντίληψη αυτή, πέρα από το ότι πάσχει από έναν ιδιότυπο και απλώς «διαπιστωτικό» εμπειρισμό –διότι ασφαλώς παρατηρείται σε κάποιο βαθμό μια υποδόρια αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων– βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση με τον συνταγματισμό, όπως τον γνωρίζουμε, επιχειρώντας να τον απομακρύνει από τις ρίζες του και να τον υποτάξει στις ιδιωτικές μεταλλάξεις της εξουσίας και στην διαλεκτική των τεχνικών της[35]. Στο πλαίσιο δε μιας τέτοιας θεώρησης, είναι εύλογο να παρουσιάζεται ο «ερμηνευτής» –εν είδει ιερατείου…– σαν περισσότερο κατάλληλος να διαγνώσει το «νόημα» χωρίς τους περιορισμούς της γραμματικής, ιστορικής –«οριτζιναλιστικής» κατά την γνωμοδότηση Σκουρή-Βενιζέλου[36]– και συστηματικής ερμηνείας, ακόμη και αντίθετα με ρητές διατυπώσεις του Συντάγματος[37]. Πέραν του ότι, βέβαια, μια τέτοια άποψη οδηγεί νομοτελειακώς στην πλήρη αποδυνάμωση του κανονιστικού περιεχομένου και του άρθρου 110 του Συντάγματος, άρα, σε τελευταία ανάλυση, του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος.
Η τρίτη κερκόπορτα είναι ο ερμηνευτικός σχετικισμός, ο οποίος παρεισάγει στην ερμηνεία όχι μόνο μια σειρά από ρευστά, αβέβαια και συχνά αυθαίρετα ηθικοπολιτικά κριτήρια αλλά και έναν αφόρητο υποκειμενισμό, που κατά κανόνα συνδέεται με έναν εξ ίσου αφόρητο και συχνά ναρκισιστικό ελιτισμό, καθώς αναγορεύει τον ερμηνευτή σε οιονεί πηγή δικαίου, μιας και δεν δεσμεύεται από κανένα ερμηνευτικό κανόνα που θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την αυθεντία του, ακόμη και όταν προτείνει ανερμάτιστες θεωρητικές κατασκευές. Χαρακτηριστικός είναι, για παράδειγμα, ο έωλος ισχυρισμός του Μανιτάκη ότι το άρθρο 16, εμποδίζοντας την εγκατάσταση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στην χώρα μας –που εντάσσεται κατά το ευρωενωσιακό δικαιο προεχόντως στην οικονομική/επιχειρηματική ελευθερία– παραβιάζει αφ’ενός μεν το ίδιο το Σύνταγμα[38]… (επαναφέροντας από το παράθυρο την περίεργη θεωρία των «αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος») αφ’ετέρου δε την ακαδημαϊκή ελευθερία[39]. Μόνο που πρόκειται για την κατά Μανιτάκη ακαδημαϊκή ελευθερία, που δεν βρίσκει κανένα απολύτως έρεισμα στην ακαδημαϊκή ελευθερία όπως την δίδαξε ο δάσκαλός του Αριστόβουλος Μάνεσης[40] και όπως την εξειδίκευσαν αναλυτικά και συστηματικά οι ίδιοι οι μαθητές του, τόσο γενικά[41] όσο και ad hoc[42]…
Η τέταρτη κερκόπορτα, αφορά ερμηνευτικές επιλογές οι οποίες αντανακλούν έναν ιδιότυπο πλην ανιστόρητο «ευρωπαϊκό πατριωτισμό», Αυτός εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη, οι κανόνες της οποίας πρέπει να επιβάλλονται χωρίς αντίρρηση και χωρίς αμφισβήτηση. Παραβλέπεται έτσι η φύση του ευρωπαϊκού δικαίου, που αναπτύσσει την κανονιστική του εμβέλεια ευρισκόμενο σε μία συνεχή και διαρκώς μεταβαλλόμενη διελκυστίνδα με τα εθνικά δίκαια –και ιδίως με τα εθνικά Συντάγματα– στο πλαίσιο μιας ιδιάζουσας και συχνά αντιφατικής ένωσης κρατών και λαών (όπως την ανέδειξε με μοναδικό τρόπο ο Δημήτρης Τσάτσος[43]). Υπό αυτό το πρίσμα, ο εθνικός συνταγματικός πατριωτισμός έχει συχνά μεγαλύτερη σημασία, διότι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν είναι εξ ορισμού προτιμητέο, σε σχέση με το εθνικό. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η εθνική προστασία είναι πολύ πιο αξιόπιστη και ολοκληρωμένη, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η μυθοποιημένη θεά της ΕΕ, σε βάρος συνήθως άλλων δικαιωμάτων, είναι η οικονομική ελευθερία, μέσω της οποίας επιχειρείται να δοθεί μία αγοραία χροιά και στις άλλες ελευθερίες. Αυτό όμως, σε συνδυασμό με το δημοκρατικό της έλλειμμα, έρχεται σε σύγκρουση με την δημοκρατική παράδοση των ευρωπαϊκών κρατών και με το ίδιο το ευρωπαϊκό δημοκρατικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζεται, ιδίως, από παραπληρωματικότητα ως προς την υπηρέτηση των επί μέρους αρχών που το διέπουν και δεν εξαντλείται σε μία μονομερή υποκατάστασή τους από ερμηνείες που προτάσσουν αξιωματικά τις προτεραιότητες, τις ιεραρχήσεις και τα προτάγματα των ευρωπαϊκών αγορών…
Με άλλα λόγια, και αυτό αφορά ιδίως τις αναλύσεις των Βενιζέλου-Σκουρή, Σπυρόπουλου, Μανιτάκη και –εν μέρει- Σαρμά (ό.π.), οι αγοραίες ελευθερίες της ΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται όσο το δυνατόν πιο συσταλτικά, σε σχέση με τις εθνικές ελευθερίες, που είναι πιο ισορροπημένες και λιγότερο μονοδιάστατες. Άρα, το να ανακαλύπτουμε δεσμευτικό ενωσιακό δίκαιο εκεί που δεν υπάρχει (συγκεκριμένα στην ρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης –που είναι ξεκάθαρα εθνική αρμοδιότητα– και στον ατελή και δυσεφάρμοστο, εν πολλοίς, Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και να προτείνουμε την επέκταση της οικονομικής ελευθερίας και πέραν της επαγγελματικής ελευθερίας –πολύ δε περισσότερο και με πλήρη υποβάθμισση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης– είναι απλώς μία οικονομίστικη εκτροπή του πολιτικού φιλελευθερισμού. Έτσι επιτυγχάνεται, για να θυμηθούμε τον παλιό αγωνιστικό Μανιτάκη, «ένας μόνιμος νεοφιλελεύθερος στόχος: η συνταγματική εξομοίωση των τεσσάρων οικονομικών ελευθεριών (ελευθερία κίνησης προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίου), με τις θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες»[44]. Αυτός ο στόχος όμως, τον οποίο δικαίως ξόρκιζε τότε (αν και ξιφουλκώντας κακώς κατά της απόπειρας καθιέρωσης Ευρωπαϊκού Συντάγματος…) υπερβαίνει τα εσκαμμένα και αχρηστεύει πλήρως, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ευρωπαϊσμού, το Σύνταγμα…
Η πέμπτη κερκόπορτα είναι η καταχρηστική και παραπλανητική ταυτόχρονα προσπάθεια αξιοποίηση της «σύμφωνης με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία του Συντάγματος», με επίκληση μάλιστα της τραυματικής υπόθεσης του «βασικού μετόχου» (η οποία όμως είναι άσχετη (όπως επισημαίνουν ή/και αποδεικνύουν πειστικά όλοι οι αντιδρώντες συγγραφείς που προαναφέρθηκαν). Όπως έχει ήδη επισημανθεί σε όλους τους τόνους, από όσους ασχολούνται με το ελληνικό και με το ευρωπαϊκό Δημόσιο Δίκαιο, σύμφωνη ερμηνεία δεν νοείται σε πλήρη αντίθεση με το Σύνταγμα. Αυτή η απλή προϋπόθεση –η οποία αναφέρεται μάλιστα (απλώς για να αναφερθεί…) και σε μία υποσημείωση στην γνωμοδότηση Βενιζέλου Σκουρή– αρκεί για να τινάξει στον αέρα την σχετική επιχειρηματολογία, όπως επίσης επισημαίνουν όλοι οι προαναφερθέντες συγγραφείς που τάσσονται κατά της συνταγματικότητας του νομοσχεδίου. Πέρα από αυτό, όμως, έχει ήδη δοθεί αναλυτικά και τεκμηριωμένα απάντηση ότι δεν πληρούται στην συγκεκριμένη περίπτωση ούτε η δεύτερη προϋπόθεση για μια τέτοια ερμηνεία, διότι το προβαλλόμενο σαν «ευρωπαϊκό δίκαιο» είναι απλώς μία ψευδεπίγραφη θεωρητική κατασκευή χωρίς αντίκρυσμα, διότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπως προείπαμε, είναι χωρίς καμία αμφιβολία εθνική και όχι ευρωενωσιακή αρμοδιότητα. Αυτό άλλωστε το γνωρίζει και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που δεν έκανε τόσα χρόνια καμία κίνηση σε βάρος της χώρας μας. Άρα το ευρωενωσιακό δίκαιο, προς το οποίο, δήθεν, θα έπρεπε να εναρμονισθεί το Σύνταγμα, είναι στην πραγματικότητα μία προβολή αυτού που θα ήθελε η κυβέρνηση να ισχύει, προκειμένου να επιτύχει –υπερτονίζοντας την κανονιστική του ισχύ και διαστρέφοντας την νομολογιακή του αντιμετώπιση– την αχρήστευση του ελληνικού Συντάγματος…
Δ. Πριν κλείσω, κάποια υστερόγραφα:
Το πρώτο αφορά την Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS). Είναι πράγματι απορίας άξιον το ότι οι γνωμοδοτήσαντες δεν αναφέρουν το παραμικρό για την ρητή επιφύλαξη που έχει τεθεί από την χώρα μας στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης[45], ακριβώς λόγω του Συντάγματός μας. Αυτό σημαίνει όμως, στην πράξη, ότι τα αγγλικά, τα αμερικανικά και τα όποια άλλα εκτός Ε.Ε. Πανεπιστήμια δεν καλύπτονται ούτως ή άλλως από το νομοσχέδιο, παρά τα αμετροεπώς θρυλούμενα ότι θα κάνουν ουρά για να έλθουν στην Ελλάδα…
Το δεύτερο υστερόγραφο αφορά το υποτιθέμενο «χουντικό παρελθόν» των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 16, την οποία υπερτονίζει ο Ν. Αλιβιζάτος[46]. Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω αυτήν την μομφή. Κυριολεκτικά με ξεπερνά. Είναι ύποπτο λέει το άρθρο 16, διότι σε μια πρώτη τους μορφή οι διατάξεις του για τα ΝΠΔΔ και για το καθεστώς των διδασκόντων καθιερώθηκαν με τα χουντικά «συντάγματα». Δηλαδή τίποτε δεν κατάλαβαν για τις σκοτεινές καταβολές του άρθρου 16 Σ οι αγωνιστές κατά της χούντας καθηγητές (μεταξύ των οποίων Μάνεσης, Βεγλερής, Κουμάντος, Παπαντωνίου, Πλασκοβίτης, Τσάτσος, Παπανούτσος) και όλοι οι επιφανείς πολιτικοί, από τον Κ. Καραμανλή μέχρι τον Α. Παπανδρέου και από τους Ηλιού, Κύρκο και Φλωράκη μέχρι τον Σημίτη, που πρωτοστάτησαν όχι μόνο στην καθιέρωση (με σημαντικές μάλιστα βελτιώσεις καθώς η αυτοδιοίκηση έγινε πλήρης αυτοδιοίκηση και οι δημόσιοι υπάλληλοι δημόσιοι λειτουργοί) αλλά και στην διατήρηση των επίμαχων ρυθμίσεων του άρθρου 16Σ, παρά τις σειρήνες και τις απόπειρες για αλλαγή του… [47].
Να θυμίσω βέβαια ότι και τα κοινωνικά δικαιώματα στα χουντικά συντάγματα πρωτοκαθιερώθηκαν. Μήπως είναι και αυτά δημοκρατικώς ύποπτα; Μήπως γι’αυτό οι δύο από τους γνωμοδοτήσαντες, μαζί με έναν σημερινό υπουργό και δύο επιφανείς εκπροσώπους του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού πρότειναν την κατάργησή των κοινωνικών δικαιωμάτων στο «καινοτόμο» Σύνταγμά τους[48];
Το τρίτο υστερόγραφο αφορά τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, με τα οποία, εμφανιζόμενα δήθεν σαν διφυή, επιχειρείται να παρακαμφθεί η συνταγματική απαγόρευση (χωρίς βέβαια να διευκρινίζεται το πως οι διδάσκοντες θα είναι «δημόσιοι λειτουργοί» και ιδίως το πως θα διασφαλισθεί η ακαδημαϊκή ελευθερία. Την καλύτερη απάντηση, βέβαια, απέναντι σε αυτές τις ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, είχε δώσει ο ίδιος ο Ευ. Βενιζέλος, σχολιάζοντας παλαιότερη σχετική πρόταση:
«Στην ελληνική, όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές ηπειρωτικές έννομες τάξεις, ακόμη και αν ονομάζεται «πανεπιστημιακό» ‘η «εκκλησιαστικό» ή «διφυές», σε τελευταία ανάλυση ταξινομείται ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με κριτήριο την νομική φύση των διαφορών που ανακύπτουν και άρα τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων που επιλαμβάνονται και τη νομική φύση των εργασιακών σχέσεων του κυρίως τουλάχιστον διδακτικού τους προσωπικού».
Έχει κανείς οποιαδήποτε απορία για το πώς θα ταξινομηθούν τα προτεινόμενα στο νομοσχέδιο νομικά πρόσωπα;
Τέταρτο και τελευταίο. Σοβαρολογούν στην κυβέρνηση όταν μιλούν για «ελεύθερα πανεπιστήμια»; Μήπως τα εννοούν όπως την «ελεύθερη ραδιοτηλεόραση» που ήταν απλώς «ιδιωτική ραδιοτηλεόραση», λειτούργησε σε συνθήκες «φαρ ουέστ» και στράφηκε τελικά κατά της ελευθερίας της ενημέρωσης, υποκαθιστώντας το κρατικό μονοπώλιο με το ολιγοπώλιο της διαπλοκής; Ούτε καν τα φημισμένα μη κρατικά Πανεπιστήμια του εξωτερικού δεν φαίνονται πλέον και πολύ ελεύθερα, αν αναλογισθεί κανείς την πρόσφατη παραίτηση δύο πρυτάνεων, επειδή τόλμησαν να στηλιτεύσουν την γενοκτονία που συντελείται στη Γάζα. Λέτε να αποδειχθούν «ελεύθερα» τα μεταλλαγμένα ΙΕΚ και τα ποικίλα Funds που ετοιμάζονται πυρετωδώς να παραστήσουν τα Πανεπιστήμια;
Ε. Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα:
Αξίζει τελικά, για χάρη της συγκεκριμένης –εσπευσμένης, απροετοίμαστης και εν τέλει μονοκομματικής– προσπάθειας καθιέρωσης μιας μορφής ιδιωτικών Πανεπιστημίων να τραυματισθεί τόσο έντονα το κανονιστικό κύρος του Συντάγματος; Ναι λέει η κυβέρνηση και μαζί της κάποιοι, ελάχιστοι ευτυχώς, συνάδελφοι. Όχι λέμε με στεντόρεια φωνή όλοι (σχεδόν) οι άλλοι, που θεραπεύουμε το Συνταγματικό, το Διοικητικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ανεξάρτητα από το ποια είναι επί της ουσίας η άποψή μας για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και την ίδια στάση αναμένουμε να τηρήσει και το Συμβούλιο Επικρατείας, αν η κυβέρνηση επιμείνει, όπως φαίνεται, στο συνταγματικό της πραξικόπημα και αν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνεχίσει την τακτική των προκατόχων της, αρνούμενη να προβεί –όπως έχει κατά την άποψή μου την αρμοδιότητα– σε επί της ουσίας έλεγχο συνταγματικότητας. Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Αυτό λοιπόν που θα κληθεί, σε τελευταία ανάλυση, να απαντήσει το Συμβούλιο Επικρατείας είναι το αν μπορεί η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία να επιβάλλει επιλεκτικά και αυθαίρετα τις επιλογές της, παρακάμπτοντας αλά κάρτ το Σύνταγμα και ξηλώνοντας άκριτα το «πουλόβερ» της Δημοκρατίας… Και είμαστε βέβαιοι, χρησιμοποιώ πληθυντικό διότι πιστεύω ότι διερμηνεύω την άποψη όλων των αντιδρώντων, ότι θα δώσει ξεκάθαρα την δέουσα απάντηση, κλείνοντας τα αυτιά στις σειρήνες της εκτελεστικής εξουσίας, εμμένοντας στην πάγια σχετική νομολογία του και σεβόμενο, εν τέλει, την θεσμική του αξιοπρέπεια, που ταυτίζεται στο σημείο αυτό με την θεσμική αξιοπρέπεια του ίδιου του ελληνικού κράτους…
[1] Γνωμοδότηση (για τον Υπουργό Παιδείας) με το «ερώτημα αν, εν όψει του άρθρου 14 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να συσταθούν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα από ιδιώτες», 27.11.2023.
[2] Βλ. Γνωμοδότηση (με άγνωστο εντολέα), Η σύμφωνη με το Ενωσιακό Δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος και το περιθώριο ανάληψης νομοθετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο της μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024 (και περίληψή της : Mη κρατικά ΑΕΙ, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος, Τα Νέα, 9.12.2024), καθώς και Μη κρατικά ΑΕΙ – Σε ποια έννομη τάξη; Καθημερινή, 26.2.2024.
[3] Βλ. Γνωμοδότηση (Για τον Σύνδεσμο Ελληνικών Κολλεγίων), Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, 30.10.2024 (ΝοΒ 2/24) και Όταν η πολιτική ατολμία κρύβεται πίσω από τον νομικό σχολαστικισμό, Βήμα της Κυριακής, 3.3.2024, Constitutionalism.gr, 4.3.2024
[4] Βλ. ιδίως Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης (κείμενο με δομή γνωμοδότησης), Constitutionalism.gr, 11-07-2023 καθώς και: Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16, Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr, 24.8.2024, H κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος, ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr, 25.8.2024, Η συνταγματικότητα της εγκατάστασης παραρτημάτων αλλοδαπών μη κρατικών πανεπιστημίων. Μια οφειλόμενη απάντηση, Constitutionalism.gr, 28.8.2024, Η ερμηνεία της διάταξης (Οι διακρατικές συμφωνίες αντιμέτωπες με το άρθρο 16Σ), Βήμα της Κυριακής, 27.08.23 και Constitutionalism.gr, 03.09.2024, Αναχρονιστική και αντίθετη στην ακαδημαϊκή ελευθερία, ΝΕΑ, 27/01/2024 και Constitutionalism.gr, 05.02.2024.
[5] Πρβλ. Σημεία ομιλίας του τ. Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, κατά τον εορτασμό των 180 χρόνων του ΕΜΠ (2017), που άπτονται επίκαιρων προβληματισμών για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 4.3.2024.
[6] Η οποία αφού επισημάνει ότι «Το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια γεννά ένα ζήτημα πολύ σοβαρότερο και από το ίδιο το μέλλον της Ανώτατης Παιδείας στην Ελλάδα. Διακυβεύει το μέλλον όχι απλώς του Κράτους Δικαίου αλλά της έννοιας του Δικαίου αυτής καθ’ εαυτήν», διαρρηγνύει τα ιμάτιά της για την «πρωτοφανή στα νομικά χρονικά ερμηνευτική προσέγγιση» καθώς «Από το 1975 μέχρι σήμερα η παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση (άρθ. 16 παρ. 5), η απαγόρευση της ίδρυσης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες (άρθ. 16 παρ. 8) και η ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού για τους Καθηγητές ΑΕΙ (άρθ. 16 παρ. 6) είχε για όλους, δικαστές, νομικούς, καθηγητές, πολιτικούς και απλούς πολίτες την ίδια ακριβώς έννοια» για να καταλήξει στο ότι «Μοναδική συνταγματική οδός για να αλλάξουν όλα αυτά είναι η διαδικασία της αναθεώρησης… ο ρόλος της [οποίας] είναι να προηγείται και να υπαγορεύει τις ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη και όχι να έπεται και να υπαγορεύεται από τα τετελεσμένα γεγονότα που δημιουργούνται από συνειδητά αντισυνταγματικές νομοθετικές επιλογές» Βλ. «Βόμβα» της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια – «Μόνο με συνταγματική αναθεώρηση», Τα Νέα, 12.02.2024
[7] Ο οποίος, αφού διευκρινίσει ότι: «Είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή», τονίζει με έμφαση: «Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια… Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του… Οι γνώμες βέβαια είναι ελεύθερες και να αλλάζουν, ακόμη και από τύψεις. Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτήν την ελευθερία. Αλλιώς θα ακολουθούσαμε τη συλλογιστική του Μαρξ, όχι του Καρόλου αλλά του Γκάουτσο Μάρξ, που έλεγε «αυτή είναι η γνώμη μου, και αν δεν σας αρέσει, έχω κι άλλες». Ίσως, δε, να μην είναι περιττό να θυμίσω πόσο επικίνδυνο είναι οι προσωπικές απόψεις να ενδύονται τον μανδύα της ερμηνείας του Συντάγματος και των κοινοτικών κειμένων. Το άρθρο 16 πρέπει να αναθεωρηθεί. Η αναθεώρηση όμως είναι λίγο πιο χρονοβόρα –θυμίζω, πάντως, ότι μπορεί να ξεκινήσει μέσα στο 2024 – και λίγο πιο δύσκολη, καθώς απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά αυτή είναι… Ζούμε σε θεσπισμένη έννομη τάξη, σε συντεταγμένη Πολιτεία. Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο και αν θέλουμε, όσο και αν διαστέλλουμε τα μεν και στενεύουμε τα δε, δεν μας επιτρέπει με απλό Νόμο να ρυθμίσουμε διαφορετικά αυτό που ορίζει…» (Βλ. Γ. Κουβελάκη, Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος, Constitutionalism.gr, 1.3.2024).
[8] Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η δήλωση το Ν. Αλιβιζάτου, ο οποίος, με περισσή βεβαιότητα, προκαταλαμβάνοντας τόσο την θέση της θεωρίας όσο και την θέση της νομολογίας, δήλωσε: «Συνεπώς, ερμηνευόμενο το Σύνταγμα υπό το φως αυτών των εξελίξεων, δεν εμποδίζει, νομίζω ότι αυτό το θέμα η νομική πλευρά έχει λυθεί. Υπάρχουν κάποιες, αν θέλετε, μεμονωμένες φωνές συναδέλφων οι οποίοι υποστηρίζουν το αντίθετο. Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι τουλάχιστον συμφωνούμε και νομίζω ότι και στα δικαστήρια αν τεθεί το θέμα θα δεχθούν την άποψη ότι το Σύνταγμα είναι ένα ζωντανό κείμενο το οποίο εξελίσσεται» (Παρατίθεται σε efsyn.gr, 5.2.2024).
[9] Διάλογος με το Δάσκαλο Αντώνη Μανιτάκη. Επί του άρθρου του «Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης», Constitutionalism.gr, 20.07.2023.
[10] Το Πανεπιστήμιο ανάμεσα στο κράτος και την αγορά, Constitutionalism.gr, 23.07.2023, Η παραβίαση του άρθρου 16 Συντ. δεν είναι ένας απλός ερμηνευτικός νεωτερισμός, Constitutionalism.gr, 03.01.2024.
[11] Λίγα θεμελιώδη για το άρθρο 16 Συντάγματος, Ανοιχτό Παράθυρο, 26.07.2023, Η γνωμοδότηση Σκουρή- Βενιζέλου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, Dikastiko.gr, 31.01.2024 και Πάνος Λαζαράτος: Και πάλι – Μη Κρατικά ΑΕΙ και Σύνταγμα, Dikastiko.gr, 31.01.2024.
[12] Βλ. ιδίως Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, Constitutionalism.gr, 31.10.2023, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 05.12.10.2023
[13] Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 02.01.2024
[14] Περί του άρθρου 16 και άλλων δαιμονίων, Constitutionalism.gr, 11.01.2024.
[15] Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 10.2.2024.
[16] Δημοσιεύθηκε στο Constitutionalism.gr, 25.02.2024.
[17] Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 14.02.2024.
[18] Το αίτημα «Πανεπιστήμιο», Constitutionalism.gr, 21.02.2024.
[19] Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Τροποποιήσεις του νομοσχεδίου προς το χειρότερο, The Press Project, 28.2.2024.
[20] Μη κρατικά ΑΕΙ και ενωσιακό δίκαιο: Μεταξύ πραγματικότητας και προσχήματος, Constitutionalism.gr, 04.03.2024.
[21] Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, Constitutionalism.gr, 04.03.2024.
[22] Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου, Syntagma Watch
04.03.2024.
[23] Συνταγματικός παλαιοημερολογητισμός, Τα Νέα, 27.1.2024.
[24] Γιατί να πούμε «ναι» στα μη κρατικά πανεπιστήμια, Protagon.gr, 29.2.2024.
[25] “Λέω ναι ρητά, δυνατά και ανοικτά στην ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων”, Dikastiko.gr, 05.03.2024
[26] Βλ. Β. Βλαχόπουλου, Μία Θεμελιώδης προϋπόθεση, που πρέπει να τηρηθεί και Γ. Δελλή, Καλοδεχούμενες εξαγγελίες, θα κριθούν στην πράξη, Καθημερινή, 7.7.2023.
[27] Δεν είναι μάλιστα συμπτωματικό ότι ο Σπ. Βλαχόπουλος, σε πρόσφατο άρθρο του, απλώς παρουσίασε τις διάφορες απόψεις ,χωρίς να λάβει θέση υπέρ των γνωμοδοτησάντων (Δημόσια και ιδιωτικά Πανεπιστήμια – Μια ακόμη λάθος προτεραιοποίηση στον δημόσιο λόγο, Dikastiko.gr, 26.2.2024).
[28] Το άρθρο 16 και η διασφάλιση των αρχών του, Τα Νέα, 24.2.2024
[29] Βλ. Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ΔτΑ 77/2018.
[30] Βλ. Η προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας κεντρικό ζητούμενο για το μέλλον της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, Constitutionalism.gr, 16.2.2024.
[31] Πρβλ. στο σημείο αυτό την εμπεριστατωμένη προσέγγιση, τόσο από συνταγματική όσο και υπό ευρωενωσιακή σκοπιά, από τον Μ. Ιωαννίδη, Η συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μια απόπειρα συνολικής θεώρησης, ΤοΣ 2009.
[32] Μη κρατικό πανεπιστήμια : επιθυμητή αλλά όχι απαραίτητη η αναθεώρηση του άρθρου 16,
Βήμα της Κυριακής, 25.2.2024.
[33] Βλ. αντί άλλων Ap. Vlachogiannis, La living Constitution, Classiques Garnier, Paris 2014.
[34] Βλ. αναλυτικά Απ. Παπατόλια, «Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16), Constitutionalism.gr, 7.2.2024.
[35] Πρβλ. Γ. Σωτηρέλη, Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς ένα νέο συνταγματισμό;», σε: Α-Ι. Δ. Μεταξάς (Σχεδίαση του έργου – Εισαγωγικά Κείμενα), Πολιτική Επιστήμη: Διακλαδική και συγχρονική προσέγγιση της πολιτικής πράξης, V. Πολιτικοί Θεσμοί. Δομές και Λειτουργίες, Εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2016 (και σε: Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 2η έκδοση, Παπαζήσης 2023, Επίμετρο, σ. 572 επ., http://www.constitutionalism.gr [καταχώρηση: 10.9.2012])
[36] Οπ., σ. 6.
[37] Πρβλ. Γιαννακόπουλου, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 167 επ.
[38] Βλ. ιδίως, Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16, Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr,.
[39] Βλ. ιδίως, Αναχρονιστική και αντίθετη στην ακαδημαϊκή ελευθερία, ΝΕΑ, 27/01/2024 και Constitutionalism.gr, 05.02.2024
[40] Βλ. Αρ. Μάνεση, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη Ι, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1980, σ. 674 επ.
[41] Βλ. Π. Μαντζούφα, Ακαδημαϊκή Ελευθερία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1997..
[42] Ιφ. Καμτσίδου, Η αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 Συντ. στην κατεύθυνση κατάργησης του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ: Όρια του εθνικού Συντάγματος και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε., σε: Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, ΙΙΙ, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 213 επ.
[43] Βλ. Δ. Τσάτσου, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Κρατών, των Λαών, των Πολιτών και του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Πολιτισμού, κδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
[44] Βλ. Το «Σύνταγμα της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004, σ. 99. Υποσημ. 127.
[45] Βλ. ιδίως Γ. Κατρούγκαλο, ό.π., και Κ. Γιαννακόπουλο, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 05.12.10.2023.
[46] Βλ. ενδεικτικά: Ν. Αλιβιζάτος στο Πρώτο: Αναχρονιστική η άποψη που δεν δέχεται τα Μη Κρατικά Πανεπιστήμια-Έχει ρίζες στον εμφύλιο και στον Γεώργιο Παπαδόπουλο (δηλώσεις του στο Πρώτο Πρόγραμμα, ErtNews, 5.2.2024 και ό.π. υποσημ. 8.
[47] Πρβλ. και Ε. Βενιζέλου, Ατζέντα 16 για το ελληνικό πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 62 επ.
[48] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος/Π. Βουρλούμης/Γ. Γεραπετρίτης/Γ. Κτιστάκης/Στ. Μάνος/Φ. Σπυρόπουλος, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Η καθημερινή 2016, σ. 20-21, άρθρο 18.