Με την απολογία του τότε επικεφαλής της Διοίκησης Πυροσβεστικών υπηρεσιών Αθηνών Νικόλαου Παναγιωτόπουλου συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι γύρω στις έξι το απόγευμα προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον υπαρχηγό της Πυροσβεστικής Βασίλη Ματθαιόπουλο για να του πει ότι είχαν πληροφορία για δύο νεκρούς. Όμως επειδή δεν τον βρήκε, ενημέρωσε άλλον αξιωματικό, ο οποίος πλέον έχει αποβιώσει.
«Δεν ήταν ενδεδειγμένη η οργανωμένη απομάκρυνση στην συγκεκριμένη φωτιά, που εξελίχθηκε μέσα σε 120 λεπτά κινούμενη ανατολικά κόντρα σε κάθε προηγούμενη στην περιοχή που συνήθως είχε κίνηση δυτικά. Αν πρέπει να ζητήσω οργανωμένη απομάκρυνση και εκτιμώ πως η προσπάθεια να βγάλουμε τον κόσμο θα ήταν εφιαλτική, δεν θα το κάνω. Με συγχωρείτε ,αλλά δεν θα το κάνω.Ακούσαμε εδώ για τα λίγα λεπτά που απείχε η θάλασσα και άλλα περίεργα , εκ του ασφαλούς. Στην συγκεκριμένη πυρκαγιά η θάλασσα δεν ήταν ασφαλής χώρος . Εννέα άτομα πνίγηκαν.. Μία ήταν η οδός διαφυγής: Η λεωφόρος Μαραθώνος και αυτή θα έπρεπε να μείνει ασφαλής. Από τις έξι το απόγευμα δεν ήταν ασφαλής. Δύο αυτοκίνητα μπήκαν και κάηκαν και τα δύο».
Έλλειψη χερσαίων δυνάμεων
Για ελλείψεις χερσαίων δυνάμεων έκανε λόγο στην απολογία του ο διοικητής της Πυροσβεστικής Νικόλας Χιώνης, ο οποίος κι εκείνος υποστήριξε ότι δεν ήταν εφικτή η οργανωμένη προληπτική εκκένωση
«Υπήρχε έλλειψη επίγειων και εναέριων δυνάμεων που είχαν διατεθεί από νωρίς στη φωτιά της Κινέτας. Οι βλάβες ήταν συνεχείς. Μόνο αν ακούσετε τις συνομιλίες μας θα καταλαβαίνατε για ποιο πράγμα μιλάμε. Εκφράζω τη βαθιά μου θλίψη στους συγγενείς των θυμάτων ,αλλά η κατάσταση ήταν μη διαχειρίσιμη, που μας ξεπερνούσε. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Λυπάμαι που δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ακόμα παραπάνω».
«Δεν φοβήθηκα στον πόλεμο στο Ιράν και φοβήθηκα στο Μάτι»
Ο τότε διοικητής του Πυροσβεστικού Σταθμού της Νέας Μάκρης Δαμιανός Παπαδόπουλος, στην απολογία του κλαίγοντας ανέφερε:
«Δεν είναι δυνατόν να χάθηκαν τόσοι άνθρωποι γιατί δεν είχαμε αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι είναι πολύτιμοι δεν είναι εμπόρευμα», είπε ο κατηγορούμενος τονίζοντας τις προσπάθειες που γινόντουσαν με τα ανύπαρκτα μέσα που είχε για να σώσει ανθρώπους.
«Οι άνθρωποι όπου έβλεπαν καρότσα ανέβαιναν. Ψάχναμε στους θάμνους στις εννέα το βράδυ. Και κάποια στιγμή συνάντησα έναν κάτοικο της περιοχής ο οποίος λέει «Ρε, πυροσβέστη ένα ασθενοφόρο». Που μένετε τον ρώτησα; Μου είπε δεν θα πάμε στο σπίτι μου γιατί η γυναίκα μου είναι καμένη. Να με πας σε ασθενοφόρο. Έφτασα στο ασθενοφόρο. Και είδα έναν σάκο… Με έναν νεκρό. Ο οδηγός μου είπε ότι το πρωτόκολλο δεν επιτρέπει μεταφορά νεκρού με ζωντανό. Του λέω ποιο πρωτόκολλο εδώ γίνεται Ιράν Ιράκ. Και του λέω θα μπείτε μέσα ,υπάρχει ένας νεκρός…Και μου είπε εγώ θα μπω, στο νοσοκομείο θέλω να πάω» είπε απολογούμενος ο κατηγορούμενος και πρόσθεσε με δάκρυα στα μάτια:
«Δεν φοβήθηκα όταν ήμουν καπετάνιος, πριν μπω στην Πυροσβεστική, στον Περσικό στον πόλεμο Ιράν- Ιράκ. Στο Μάτι όμως φοβήθηκα γιατί ήμασταν εμείς και εμείς.. Ζητούσαμε συνεχώς πυροσβεστικά και τα είχαν στείλει όλα στο Νταού. Με συγχωρείτε. Είμαι σε σύγχυση. Αυτό που συνέβη στο Μάτι είναι φοβερό, τόσοι άνθρωποι.. Είναι πολύτιμοι οι άνθρωποι, δεν είναι εμπορεύματα.. Χάθηκαν τόσοι άνθρωποι εκεί. Είναι φοβερό. Συγχωρέστε με».