Ο Σάββας Πιπερίδης γεννήθηκε στον οικισμό Γιαννακάντων, νοτιοανατολικά της Αδολής. Εκκλησιαστικά ο οικισμός άνηκε στη μητρόπολη Ροδοπόλεως. Πριν από το 1914 ο πληθυσμός ανερχόταν σε 270 Έλληνες, οι οποίοι μιλούσαν ποντιακά και είχαν εγκατασταθεί στους τρεις μαχαλάδες της περιοχής: Λαχανάς, Γιαννακάντων και Ομάλι. Από τα προϊόντα που παρήγαν, διέθεταν κυρίως τα γαλακτοκομικά στην αγορά της Τραπεζούντας, ενώ για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς με κύριο προορισμό τη Ρωσία, όπου εργάζονταν κυρίως ως κτίστες, ξυλουργοί και καπνοκαλλιεργητές.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
Το 1914 επιστρατεύθηκε ο πατέρας μου και τον έστειλαν στα αμελέ ταμπουρού, τάγματα εργασίας στο Ερζερούμ. Εκεί πέθανε. Μετά ένα χρόνο αρρώστησε και η μάνα από τύφο που πέθανε κι αυτή. Έμεινα ορφανός κι ακολουθούσα τους συγχωριανούς μου.