Από «μπόλικη» νευρικότητα και άκρατη επιφυλακτικότητα διακατέχονται οι διεθνείς αγορές μετοχών στις πρώτες συνεδριάσεις του νέου έτους, με τους επενδυτές να προβληματίζονται για τα… θολά σημεία στο χρονοδιάγραμμα μείωσης των υψηλών επιτοκίων.
Είναι ενδεικτικό ότι στην πρώτη εβδομάδα του 2024, σύμφωνα με στοιχεία της Bank of America, οι traders έκαναν μαζική στροφή προς τα μετρητά, με τις εισροές σε αντίστοιχα funds να ξεπερνούν τα 120 δισ. δολάρια. Ενώ η επίμαχη τακτική θεωρείται συνηθισμένη στις αρχές κάθε χρόνου, το φετινό ποσό είναι το μεγαλύτερο όλων των εποχών.
«Οι αγορές ξεκίνησαν το 2024 με ένα είδος ήπιου… χανγκόβερ» αναφέρει ο αναλυτής της Capital Economics, σε πρόσφατο report, σχολιάζοντας την αδύναμη εκκίνηση των μετοχών, η οποία βέβαια εξηγείται κι από την πρόθεση των επενδυτών να ρευστοποιήσουν ένα μέρος των μεγάλων κερδών του 2023.
Υπενθυμίζεται ότι ο S&P 500 έκλεισε το έτος με συνολική άνοδο 24%. Όμως, στην πρώτη εβδομάδα του 2024 απώλεσε το 1,5% της αξίας του, ανακόπτοντας ένα σερί εννέα συνεχόμενων θετικών χρηματιστηριακών εβδομάδων -το μεγαλύτερο της 20ετίας.
Οι αναλυτές, μάλιστα, δεν αποκλείουν η νωθρότητα στις αγορές να συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιανουαρίου, λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ της πραγματικότητας και των υψηλών προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί τους προηγούμενους μήνες.
Για αργότερα οι πρώτες μειώσεις
Τα τελευταία στοιχεία από την αγορά εργασίας των ΗΠΑ έδειξαν ότι οι θέσεις απασχόλησης συνέχισαν να αυξάνονται με ικανοποιητικό ρυθμό και τον Δεκέμβριο, επιβεβαιώνοντας την ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας. Αυτό ενδεχομένως να οδηγήσει σε μια νέα καθυστέρηση των αποφάσεων της κεντρικής τράπεζας για μείωση στα επιτόκια.
Οι traders, μέχρι και πριν λίγες ημέρες, αισιοδοξούσαν ότι η Federal Reserve θα ξεκινούσε την πολυπόθητη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από τον Μάρτιο του 2024, προχωρώντας σε συνολικά έξι μειώσεις επιτοκίων μέσα στο έτος. Πλέον, ο εκτιμώμενος χρόνος έναρξης της χαλάρωσης φαίνεται ότι έχει μετατοπιστεί για αργότερα, προς απογοήτευση των αγορών, οι οποίες περιμένουν τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών ως «μάννα εξ ουρανού».
Οι καλές ειδήσεις για την αγορά εργασίας «μεταφράζονται» σε κακές ειδήσεις για τον πληθωρισμό, καθώς οι ειδικοί πιστεύουν ότι η ενίσχυση της απασχόλησης οδηγεί σε καλύτερους μισθούς και επομένως, σε στήριξη της καταναλωτικής ζήτησης, με αποτέλεσμα τη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων.
Η Μorgan Stanley, μάλιστα, εκτιμά πλέον ότι οι πρώτες περικοπές στα επιτόκια της Fed θα ξεκινήσουν μετά τον Ιούνιο, και σε καμία περίπτωση τον Μάρτιο. Μην ξεχνάμε, δε, ότι οι αναλυτές των HSBC, Sanford Bernstein και Oppenheimer έχουν προειδοποιήσει για μια «παύση» του ράλι, λόγω μη επιβεβαίωσης των προσδοκιών για άμεση νομισματική χαλάρωση.
Ο κίνδυνος μιας μίνι – αναζωπύρωσης του πληθωρισμού «βαραίνει» και την Ευρωζώνη, η οποία είδε τον δείκτη τιμών καταναλωτή να επιταχύνει στο 2,9% τον Δεκέμβριο έναντι 2,4% τον Νοέμβριο. Κι αυτό επίσης «θολώνει» τις προοπτικές μείωσης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, της οποίας το επιτόκιο καταθέσεων παραμένει στο πολυετές υψηλό του 4%.
Τα παραπάνω στοιχεία, επί της ουσίας, επιβεβαιώνουν την Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία στην τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ για το 2023 είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο ενίσχυσης του πληθωρισμού, λόγω -μεταξύ άλλων- της απόσυρσης των κρατικών επιδοτήσεων στον τομέα της ενέργειας.
Ακόμη ένας «πονοκέφαλος» για τις κεντρικές τράπεζες προέρχεται κι από τις γεωπολιτικές προκλήσεις. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή παραμένει έκρυθμη, ενώ οι επιθέσεις των ανταρτών Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Όλοι πλέον περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η σύγκρουση, αλλά και ποιος ακριβώς θα είναι ο αντίκτυπος στο διεθνές εμπόριο και στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα την πορεία του πληθωρισμού παγκοσμίως.
Στήριγμα στην εταιρική κερδοφορία
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, δεν χρειάζεται να τα βάψουμε όλα… μαύρα. Τα τελευταία στοιχεία της Factset δείχνουν ότι οι εισηγμένες εταιρείες του S&P 500 θα εμφανίσουν αύξηση της κερδοφορίας κατά 11,7% μέσα στο 2024. Ένα μέγεθος αρκετά άνω του μέσου όρου της τελευταίας 10ετίας (8,4%).
Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους, για τους οποίους η Bank of America «βλέπει» μια άνοδο σχεδόν 10% για τον S&P 500 σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα των 4.700 μονάδων. «Τα εταιρικά μεγέθη, τα οποία θα ξεκινήσουν να δημοσιεύονται αυτήν την εβδομάδα, αποτελούν το “κλειδί” για την αγορά» γράφει ο αναλυτής της αμερικανικής τράπεζας.
Την ίδια άποψη συμμερίζεται και η Citigroup, η οποία περιμένει διεύρυνση της ανοδικής κίνησης μέσα στο έτος, χάρη στην ανάκαμψη της εταιρικής κερδοφορίας, αλλά και της σταδιακής χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.
Από την πλευρά της, η Goldman Sachs προβλέπει μια μέση αύξηση της εταιρικής κερδοφορίας ανά μετοχή κατά 5%, χάρη στην ανθεκτικότητα της οικονομίας, την προοπτική μείωσης των επιτοκίων και την αποδυνάμωση του δολαρίου.