Η δεύτερη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης μετά την Ανάσταση του Κυρίου –τα Χριστούγεννα– γιορτάζονταν με κάθε μεγαλοπρέπεια στον Πόντο. Όταν πλησίαζαν τα Χριστουήμερα, δηλαδή το τριήμερο των Χριστουγέννων (παραμονή, ανήμερα, πρώτη ημέρα), οι Πόντιοι και οι Πόντιες σταματούσαν κάθε είδους εργασία και αφιερώνονταν στην προετοιμασία της μεγάλης γιορτής κατά την οποία ο Θεός ενανθρωπίστηκε μέσω της Μαρίας της Παρθένου για να τη σωτηρία του κόσμου Του.
Ανήμερα των Χριστουγέννων οι κάτοικοι του Πόντου, φορούσαν τα πιο καλά τους ρούχα και παπούτσια και ετοίμαζαν τα πιο εκλεκτά φαγητά.
«Τη Χριστού ολ’ αναλλάζ’ νε και τα πετεινάρα σπάζ΄νε»,
λέει το γνωστό δίστιχο, τα πιο πολλά όμως σπίτια είχαν στο τραπέζι τους χοιρινό, έναν μικρό χοίρο που τον έτρεφαν τους προηγούμενους μήνες και τον είχαν βάλει «ση πεσίν» σε ειδικό πρόγραμμα πάχυνσης δηλαδή σε περιορισμένο χώρο.
Την παραμονή το απόγευμα τα παιδιά –τα αγόρια κυρίως– σε όλον τον Πόντο έβγαιναν στις γειτονιές και έλεγαν τα κάλαντα. Στην Πουλαντζάκη στο τέλος του 19ου αι, οι ψάλτες, οι δάσκαλοι και οι τελειόφοιτοι των σχολείων αφού έψαλαν τροπάρια των εορτών στον μητροπολίτη Γερβάσιο, χωρίστηκαν σε ομάδες και έψαλαν σε όλη την κοινότητα, που αποτελούνταν από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, τα κάλαντα διαθέτοντας τα χρήματα που συγκέντρωσαν σε χήρες και ορφανά!